Anonymous

ἀργυροστερής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργῠροστερής''': -ές, ([[στερέω]]) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, [[ἤτοι]] τοῦ ἀργυρίου [[αὐτοῦ]], [[βίος]] ἀργ., [[βίος]] λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002.
|lstext='''ἀργῠροστερής''': -ές, ([[στερέω]]) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, [[ἤτοι]] τοῦ ἀργυρίου [[αὐτοῦ]], [[βίος]] ἀργ., [[βίος]] λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui dépouille qqn de son argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[στερίσκω]].
}}
}}