Anonymous

ἀριστόχειρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀριστόχειρ''': ὁ, ἡ, ἐν τῇ φράσει ἀγὼν [[ἀριστόχειρ]], «ὁ κρίνων τίς ἐστιν ἄριστος κατὰ τὴν χεῖρα» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 935.
|lstext='''ἀριστόχειρ''': ὁ, ἡ, ἐν τῇ φράσει ἀγὼν [[ἀριστόχειρ]], «ὁ κρίνων τίς ἐστιν ἄριστος κατὰ τὴν χεῖρα» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 935.
}}
{{bailly
|btext=ειρος (ὁ, ἡ)<br />qui l’emporte par la vigueur de son bras.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστος]], [[χείρ]].
}}
}}