Anonymous

ἀρίδακρυς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρίδακρῠς''': υ, γεν. -υος, ὁ [[πολύδακρυς]] [[γόος]] Αἰσχύλ. Πέρς. 947˙ ἐπὶ προσ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1. 1, πρβλ. 30. 1, 7˙ παροιμ. , ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοὶ Σχόλ. Ἐν. εἰς Ἰλ. Α. 349.
|lstext='''ἀρίδακρῠς''': υ, γεν. -υος, ὁ [[πολύδακρυς]] [[γόος]] Αἰσχύλ. Πέρς. 947˙ ἐπὶ προσ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1. 1, πρβλ. 30. 1, 7˙ παροιμ. , ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοὶ Σχόλ. Ἐν. εἰς Ἰλ. Α. 349.
}}
{{bailly
|btext=υς, υ;<br />accompagné de larmes abondantes.<br />'''Étymologie:''' ἀρι-, [[δάκρυ]].
}}
}}