Anonymous

ἀπουλόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπουλόω''': [[κάμνω]] νὰ ἐπουλωθῇ [[ἕλκος]], Διοσκ. 5. 92· μεταφ., Πλούτ. 2. 46F: - Παθ., ἐπὶ ἑλκῶν, ἀπουλωθῆναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 21, 22· ἀπουλωθήσεται Γαλην. 13. 719.
|lstext='''ἀπουλόω''': [[κάμνω]] νὰ ἐπουλωθῇ [[ἕλκος]], Διοσκ. 5. 92· μεταφ., Πλούτ. 2. 46F: - Παθ., ἐπὶ ἑλκῶν, ἀπουλωθῆναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 21, 22· ἀπουλωθήσεται Γαλην. 13. 719.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />cicatriser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[οὐλόω]].
}}
}}