Anonymous

ἀπρόθυμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπρόθῡμος''': -ον, ὁ μὴ [[πρόθυμος]], ὁ διστάζων, Ἡρόδ. 7. 220, Θουκ. 4. 86, κτλ. - Ἐπίρρ. μως Πλάτ. 665Β.
|lstext='''ἀπρόθῡμος''': -ον, ὁ μὴ [[πρόθυμος]], ὁ διστάζων, Ἡρόδ. 7. 220, Θουκ. 4. 86, κτλ. - Ἐπίρρ. μως Πλάτ. 665Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui manque de bonne volonté, d’ardeur.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πρόθυμος]].
}}
}}