3,270,629
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁρπεδόνη''': ἡ, [[σχοινίον]] θηρευτικὸν πρὸς παγίδευσιν ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 1, 28, Ἀνθ. Π. 9. 244, [[Πολυδ]]. Ε΄, 33, πρβλ. λέξιν σειράς. 2) [[νῆμα]], κλωστὴ πρὸς ὕφανσιν, Ἡρόδ. 3. 47, Κριτίας 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 160, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 31: ὁ [[μίτος]] τῶν μεταξοσκωλήκων ἀφ’ οὗ τὰς αἰσθῆτας ἐποίουν οἱ Σῆρες, Παυσ. 6. 26, 8· νευρὰ τόξου, Ἀνθ. Π. 5. 194. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. [[ῥῆμα]] arpayâmi ([[προσαρμόζω]]), ἴδε ἐν λ.*άρω). | |lstext='''ἁρπεδόνη''': ἡ, [[σχοινίον]] θηρευτικὸν πρὸς παγίδευσιν ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 1, 28, Ἀνθ. Π. 9. 244, [[Πολυδ]]. Ε΄, 33, πρβλ. λέξιν σειράς. 2) [[νῆμα]], κλωστὴ πρὸς ὕφανσιν, Ἡρόδ. 3. 47, Κριτίας 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 160, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 31: ὁ [[μίτος]] τῶν μεταξοσκωλήκων ἀφ’ οὗ τὰς αἰσθῆτας ἐποίουν οἱ Σῆρες, Παυσ. 6. 26, 8· νευρὰ τόξου, Ἀνθ. Π. 5. 194. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. [[ῥῆμα]] arpayâmi ([[προσαρμόζω]]), ἴδε ἐν λ.*άρω). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> corde tendue pour un piège;<br /><b>2</b> cordon <i>ou</i> lacet de cuirasse.<br />'''Étymologie:''' DELG ? | |||
}} | }} |