Anonymous

ἁρπεδόνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁρπεδόνη''': ἡ, [[σχοινίον]] θηρευτικὸν πρὸς παγίδευσιν ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 1, 28, Ἀνθ. Π. 9. 244, [[Πολυδ]]. Ε΄, 33, πρβλ. λέξιν σειράς. 2) [[νῆμα]], κλωστὴ πρὸς ὕφανσιν, Ἡρόδ. 3. 47, Κριτίας 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 160, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 31: ὁ [[μίτος]] τῶν μεταξοσκωλήκων ἀφ’ οὗ τὰς αἰσθῆτας ἐποίουν οἱ Σῆρες, Παυσ. 6. 26, 8· νευρὰ τόξου, Ἀνθ. Π. 5. 194. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. [[ῥῆμα]] arpayâmi ([[προσαρμόζω]]), ἴδε ἐν λ.*άρω).
|lstext='''ἁρπεδόνη''': ἡ, [[σχοινίον]] θηρευτικὸν πρὸς παγίδευσιν ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 1, 28, Ἀνθ. Π. 9. 244, [[Πολυδ]]. Ε΄, 33, πρβλ. λέξιν σειράς. 2) [[νῆμα]], κλωστὴ πρὸς ὕφανσιν, Ἡρόδ. 3. 47, Κριτίας 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 160, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 31: ὁ [[μίτος]] τῶν μεταξοσκωλήκων ἀφ’ οὗ τὰς αἰσθῆτας ἐποίουν οἱ Σῆρες, Παυσ. 6. 26, 8· νευρὰ τόξου, Ἀνθ. Π. 5. 194. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. [[ῥῆμα]] arpayâmi ([[προσαρμόζω]]), ἴδε ἐν λ.*άρω).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> corde tendue pour un piège;<br /><b>2</b> cordon <i>ou</i> lacet de cuirasse.<br />'''Étymologie:''' DELG ?
}}
}}