3,240,908
edits
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόνητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] κόπου καὶ μόχθου: ― Ἐπίρρ. ὑπερθ., ἀπονητότατα, μετ’ ἐλαχίστου κόπου, Ἡρόδ. 2. 14., 7. 234· πρβλ. [[ἀπονητί]]. 2) ὁ μὴ ὑποφέρων δεινά, ἀλλ’ οὐ τὰν Διὸς ἀστραπὰν καὶ τὰν [[οὐρανίαν]] Θέμιν, δαρὸν οὐκ ἀπόνητοι Σοφ. Ἠλ. 1065. | |lstext='''ἀπόνητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] κόπου καὶ μόχθου: ― Ἐπίρρ. ὑπερθ., ἀπονητότατα, μετ’ ἐλαχίστου κόπου, Ἡρόδ. 2. 14., 7. 234· πρβλ. [[ἀπονητί]]. 2) ὁ μὴ ὑποφέρων δεινά, ἀλλ’ οὐ τὰν Διὸς ἀστραπὰν καὶ τὰν [[οὐρανίαν]] Θέμιν, δαρὸν οὐκ ἀπόνητοι Σοφ. Ἠλ. 1065. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui échappe aux ennuis ; privé de peine, de châtiment ; impuni.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πονέω]]. | |||
}} | }} |