Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπόνητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόνητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] κόπου καὶ μόχθου: ― Ἐπίρρ. ὑπερθ., ἀπονητότατα, μετ’ ἐλαχίστου κόπου, Ἡρόδ. 2. 14., 7. 234· πρβλ. [[ἀπονητί]]. 2) ὁ μὴ ὑποφέρων δεινά, ἀλλ’ οὐ τὰν Διὸς ἀστραπὰν καὶ τὰν [[οὐρανίαν]] Θέμιν, δαρὸν οὐκ ἀπόνητοι Σοφ. Ἠλ. 1065.
|lstext='''ἀπόνητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] κόπου καὶ μόχθου: ― Ἐπίρρ. ὑπερθ., ἀπονητότατα, μετ’ ἐλαχίστου κόπου, Ἡρόδ. 2. 14., 7. 234· πρβλ. [[ἀπονητί]]. 2) ὁ μὴ ὑποφέρων δεινά, ἀλλ’ οὐ τὰν Διὸς ἀστραπὰν καὶ τὰν [[οὐρανίαν]] Θέμιν, δαρὸν οὐκ ἀπόνητοι Σοφ. Ἠλ. 1065.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui échappe aux ennuis ; privé de peine, de châtiment ; impuni.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πονέω]].
}}
}}