Anonymous

ἀπρόσκεπτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπρόσκεπτος''': -ον, ὁ περὶ οὗ δὲν ἔγεινε προηγουμένη [[σκέψις]], ἀπρόβλεπτος, οὐδὲν γὰρ ἀπρόσκεπτόν ἐστι Ξεν. Λακ. 13. 7. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προνοῶν, μὴ [[προνοητικός]], τῶν ἰδιωτῶν τοὺς [[μετὰ]] τὸ παθεῖν μανθάνοντας ἀπροσκέπτους ὀνομάζομεν Δημ. 1232. 18: - Ἐπίρρ. -τως Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1.9.
|lstext='''ἀπρόσκεπτος''': -ον, ὁ περὶ οὗ δὲν ἔγεινε προηγουμένη [[σκέψις]], ἀπρόβλεπτος, οὐδὲν γὰρ ἀπρόσκεπτόν ἐστι Ξεν. Λακ. 13. 7. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προνοῶν, μὴ [[προνοητικός]], τῶν ἰδιωτῶν τοὺς [[μετὰ]] τὸ παθεῖν μανθάνοντας ἀπροσκέπτους ὀνομάζομεν Δημ. 1232. 18: - Ἐπίρρ. -τως Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1.9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non examiné, non considéré.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προσκέπτομαι]].
}}
}}