Anonymous

ἀπομερίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπομερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ἀποχωρίζω]] ἢ [[διακρίνω]] ἀπὸ πλήθους, ἅ… τις ἀπομερίζων Πλάτ. Πολιτικ. 304Α: - Παθ., διακρίνομαι οὕτω, ὅτι… πολλῶν… ἑτέρων ξυγγενῶν ἀπεμερίσθη ὁ αὐτ. 280Β· ἀπομερισθῆναι [[ἀριστίνδην]], ἐκλεχθῆναι κατ’ ἀξίαν, ὁ αὐτ. Νόμ. 855Ε. 2) ἀπ. πρὸς ἢ ἐπί τι, [[ἀποχωρίζω]], ἀποσπῶ διά τινα ὐπηρεσίαν, Πολύβ. 3. 101, 9., 8. 32, 1. 3) [[μεταδίδωμι]], τινί τι ὁ αὐτ. 3. 35, 5.
|lstext='''ἀπομερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ἀποχωρίζω]] ἢ [[διακρίνω]] ἀπὸ πλήθους, ἅ… τις ἀπομερίζων Πλάτ. Πολιτικ. 304Α: - Παθ., διακρίνομαι οὕτω, ὅτι… πολλῶν… ἑτέρων ξυγγενῶν ἀπεμερίσθη ὁ αὐτ. 280Β· ἀπομερισθῆναι [[ἀριστίνδην]], ἐκλεχθῆναι κατ’ ἀξίαν, ὁ αὐτ. Νόμ. 855Ε. 2) ἀπ. πρὸς ἢ ἐπί τι, [[ἀποχωρίζω]], ἀποσπῶ διά τινα ὐπηρεσίαν, Πολύβ. 3. 101, 9., 8. 32, 1. 3) [[μεταδίδωμι]], τινί τι ὁ αὐτ. 3. 35, 5.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> détacher une part;<br /><b>2</b> distinguer, séparer de, gén. ; choisir parmi, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μερίζω]].
}}
}}