3,277,121
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπομερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ἀποχωρίζω]] ἢ [[διακρίνω]] ἀπὸ πλήθους, ἅ… τις ἀπομερίζων Πλάτ. Πολιτικ. 304Α: - Παθ., διακρίνομαι οὕτω, ὅτι… πολλῶν… ἑτέρων ξυγγενῶν ἀπεμερίσθη ὁ αὐτ. 280Β· ἀπομερισθῆναι [[ἀριστίνδην]], ἐκλεχθῆναι κατ’ ἀξίαν, ὁ αὐτ. Νόμ. 855Ε. 2) ἀπ. πρὸς ἢ ἐπί τι, [[ἀποχωρίζω]], ἀποσπῶ διά τινα ὐπηρεσίαν, Πολύβ. 3. 101, 9., 8. 32, 1. 3) [[μεταδίδωμι]], τινί τι ὁ αὐτ. 3. 35, 5. | |lstext='''ἀπομερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ἀποχωρίζω]] ἢ [[διακρίνω]] ἀπὸ πλήθους, ἅ… τις ἀπομερίζων Πλάτ. Πολιτικ. 304Α: - Παθ., διακρίνομαι οὕτω, ὅτι… πολλῶν… ἑτέρων ξυγγενῶν ἀπεμερίσθη ὁ αὐτ. 280Β· ἀπομερισθῆναι [[ἀριστίνδην]], ἐκλεχθῆναι κατ’ ἀξίαν, ὁ αὐτ. Νόμ. 855Ε. 2) ἀπ. πρὸς ἢ ἐπί τι, [[ἀποχωρίζω]], ἀποσπῶ διά τινα ὐπηρεσίαν, Πολύβ. 3. 101, 9., 8. 32, 1. 3) [[μεταδίδωμι]], τινί τι ὁ αὐτ. 3. 35, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> détacher une part;<br /><b>2</b> distinguer, séparer de, gén. ; choisir parmi, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μερίζω]]. | |||
}} | }} |