Anonymous

ἀρτίδακρυς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτίδακρυς''': υ, ὁ ἄρτι δακρύων ἢ ἕτοιμος νὰ χύσῃ δάκρυα, Ἑλμσλ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 873 (903), ἀντὶ [[ἀρίδακρυς]] (ἴδε Ἕρμαν.), πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 4.
|lstext='''ἀρτίδακρυς''': υ, ὁ ἄρτι δακρύων ἢ ἕτοιμος νὰ χύσῃ δάκρυα, Ἑλμσλ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 873 (903), ἀντὶ [[ἀρίδακρυς]] (ἴδε Ἕρμαν.), πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 4.
}}
{{bailly
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> υος;<br />qui vient de pleurer <i>ou</i> prêt à pleurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[δάκρυ]].
}}
}}