Anonymous

ἀρτοκόπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτοκόπος''': ὁ, ἡ, [[ἀρτοποιός]], Ἡρόδ. 9. 82, Πλάτ. Γοργ. 518Β, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, Ἑλλ. 7. 1, 38, Συλλ. Ἐπιγρ. 1018. 3, θηλ. Ἡρόδ. 1. 51. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] τῆς λέξεως ἐκ τῆς √ΚΟΠ ὡς εἰ κυριολεκτικῶς ἐσήμαινεν ὁ κόπτων τὸν ἄρτον (πρβλ. [[τρισκοπάνιστος]]) [[εἶναι]] ἤδη γενικῶς ἐγκαταλελειμμένη. [[Κατὰ]] τὸν Φρύνιχον σ. 222 (ἔκδ. Lobeck) «[[ἀρτοκόπος]], ἀδόκιμον· χρὴ δὲ [[ἀρτοπόπος]] ἢ ἀρτοποιὸς λέγειν». Τὸ [[ἀρτοπόπος]] βεβαίως [[εἶναι]] ἐκ τῆς √ΠΕΠ καὶ ὁ Κούρτιος παραδέχεται ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλὰ διατηρεῖ τὸν τύπον -[[κόπος]] ἐκ συγκρίσεως πρὸς τὸ Λατ. coq-uo, ὡς [[ἐπίσης]] ἔχομεν popina = coquina, ἴδε Κουρτίου Ἑλλ. Ἐτυμ. ἀριθμ. 630). Ἴδε καὶ σημείωσιν W. G. Rutherford ἐν Νέῳ Φρυνίχῳ σ. 303.
|lstext='''ἀρτοκόπος''': ὁ, ἡ, [[ἀρτοποιός]], Ἡρόδ. 9. 82, Πλάτ. Γοργ. 518Β, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, Ἑλλ. 7. 1, 38, Συλλ. Ἐπιγρ. 1018. 3, θηλ. Ἡρόδ. 1. 51. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] τῆς λέξεως ἐκ τῆς √ΚΟΠ ὡς εἰ κυριολεκτικῶς ἐσήμαινεν ὁ κόπτων τὸν ἄρτον (πρβλ. [[τρισκοπάνιστος]]) [[εἶναι]] ἤδη γενικῶς ἐγκαταλελειμμένη. [[Κατὰ]] τὸν Φρύνιχον σ. 222 (ἔκδ. Lobeck) «[[ἀρτοκόπος]], ἀδόκιμον· χρὴ δὲ [[ἀρτοπόπος]] ἢ ἀρτοποιὸς λέγειν». Τὸ [[ἀρτοπόπος]] βεβαίως [[εἶναι]] ἐκ τῆς √ΠΕΠ καὶ ὁ Κούρτιος παραδέχεται ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλὰ διατηρεῖ τὸν τύπον -[[κόπος]] ἐκ συγκρίσεως πρὸς τὸ Λατ. coq-uo, ὡς [[ἐπίσης]] ἔχομεν popina = coquina, ἴδε Κουρτίου Ἑλλ. Ἐτυμ. ἀριθμ. 630). Ἴδε καὶ σημείωσιν W. G. Rutherford ἐν Νέῳ Φρυνίχῳ σ. 303.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui cuit le pain, boulanger, boulangère.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀρτοπόπος, de [[ἄρτος]] et [[πέπτω]].
}}
}}