Anonymous

ἀριστίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀριστίζω''': [ᾱρ-]: μέλλ -ίσω, [[παρέχω]] εἴς τινα ἄριστον, πρόγευμα, ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν Ἀριστοφ. Ἱππ. 538· τούτους ἀρίστισον εὖ ὁ αὐτ. Ὄρν. 659· τὴν πόλιν ἀριστίζων ἐπὶ πενταετίαν Ἐπιγρ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 42: ― Μέσ. [[λαμβάνω]] ἄριστον, [[προγευματίζω]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.
|lstext='''ἀριστίζω''': [ᾱρ-]: μέλλ -ίσω, [[παρέχω]] εἴς τινα ἄριστον, πρόγευμα, ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν Ἀριστοφ. Ἱππ. 538· τούτους ἀρίστισον εὖ ὁ αὐτ. Ὄρν. 659· τὴν πόλιν ἀριστίζων ἐπὶ πενταετίαν Ἐπιγρ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 42: ― Μέσ. [[λαμβάνω]] ἄριστον, [[προγευματίζω]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.
}}
{{bailly
|btext=donner à dîner à, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀριστίζομαι dîner.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστον]].
}}
}}