Anonymous

ἀπρίξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπρίξ''': ἐπίρρ. (α εὐφων., [[πρίω]], πρβλ. [[γνύξ]], [[ὀδάξ]], [[ὀκλάξ]], κτλ.: - [[μετὰ]] κεκλεισμένων ὀδόντων, Λατ. mordicus· [[ἐντεῦθεν]], στενῶς, σφιγκτά, «[[προσπεφυκότως]], ἰσχυρῶς, σφοδρῶς, ὃ οὐχ οἶόν τε πρῖσαι διὰ τὴν σύμφυσιν» Ἡσύχ.· ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν Σοφ. Αἴ. 310· ἀπρὶξ ἔχεσθαί τινος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 325, Λουκ. Νεκυομ. 5· τοῖν χεροῖν λαβέσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 155Ε· ἔχειν χερσὶ Θεόκρ. 24. 54· δράξασθαι Ἀνθ. Π. 5. 248.
|lstext='''ἀπρίξ''': ἐπίρρ. (α εὐφων., [[πρίω]], πρβλ. [[γνύξ]], [[ὀδάξ]], [[ὀκλάξ]], κτλ.: - [[μετὰ]] κεκλεισμένων ὀδόντων, Λατ. mordicus· [[ἐντεῦθεν]], στενῶς, σφιγκτά, «[[προσπεφυκότως]], ἰσχυρῶς, σφοδρῶς, ὃ οὐχ οἶόν τε πρῖσαι διὰ τὴν σύμφυσιν» Ἡσύχ.· ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν Σοφ. Αἴ. 310· ἀπρὶξ ἔχεσθαί τινος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 325, Λουκ. Νεκυομ. 5· τοῖν χεροῖν λαβέσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 155Ε· ἔχειν χερσὶ Θεόκρ. 24. 54· δράξασθαι Ἀνθ. Π. 5. 248.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><i>litt.</i> en mordant comme une scie ; fermement, sans lâcher prise.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[πρίω]].
}}
}}