Anonymous

ἀσπάλαξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσπάλαξ''': [-πᾰ-], ακος, ὁ ἀλλαχοῦ [[σπάλαξ]] (ὃ ἴδε) ὁ τυφλοπόντικος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 2, κ. ἀλλ.· ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Ὀππ. Κ. 2. 612· παροιμ. τυφλότερος ἀσπάλακος Διογενειαν. 8. 25.
|lstext='''ἀσπάλαξ''': [-πᾰ-], ακος, ὁ ἀλλαχοῦ [[σπάλαξ]] (ὃ ἴδε) ὁ τυφλοπόντικος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 2, κ. ἀλλ.· ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Ὀππ. Κ. 2. 612· παροιμ. τυφλότερος ἀσπάλακος Διογενειαν. 8. 25.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />taupe, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σπάλαξ]].
}}
}}