Anonymous

ἀποτοξεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτοξεύω''': [[ῥίπτω]] βέλη, ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 37. 2· παθ. πρκμ. [[μετὰ]] μέσ. σημασ., Λουκ. Προμ. 2: ― μεταφ., [[ἐξακοντίζω]] τι ὡς [[βέλος]], ῥηματίσκια Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. ΙΙ. [[ῥίπτω]] [[βέλος]] κατὰ τινος, μεταφ., [[ἐμβάλλω]] εἰς ἀπορίαν, ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ἀναποδείκτῳ συλλογισμῷ Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 24· [[ἔνθα]] ὁ Κόβητος V. LL. 238 προτείνει τὴν γραφὴν κατατ-.
|lstext='''ἀποτοξεύω''': [[ῥίπτω]] βέλη, ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 37. 2· παθ. πρκμ. [[μετὰ]] μέσ. σημασ., Λουκ. Προμ. 2: ― μεταφ., [[ἐξακοντίζω]] τι ὡς [[βέλος]], ῥηματίσκια Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. ΙΙ. [[ῥίπτω]] [[βέλος]] κατὰ τινος, μεταφ., [[ἐμβάλλω]] εἰς ἀπορίαν, ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ἀναποδείκτῳ συλλογισμῷ Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 24· [[ἔνθα]] ὁ Κόβητος V. LL. 238 προτείνει τὴν γραφὴν κατατ-.
}}
{{bailly
|btext=frapper d’une flèche.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τοξεύω]].
}}
}}