Anonymous

ἀσυμπαθής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυμπᾰθής''': -ές, μὴ ἔχων συμπάθειαν, τινι Πλουτ. Κορ. 21· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 2. 976C. - Ἐπίρρ. -θῶς Διόδ. 13. 111.
|lstext='''ἀσυμπᾰθής''': -ές, μὴ ἔχων συμπάθειαν, τινι Πλουτ. Κορ. 21· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. 2. 976C. - Ἐπίρρ. -θῶς Διόδ. 13. 111.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui manque de sympathie <i>ou</i> de compassion.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[συμπαθής]].
}}
}}