Anonymous

ἀσχολέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσχολέω''': [[ἐνασχολῶ]], τινὰ Λουκ. Ζεῦξ. 7: ― Παθ., παρατ. ἠσχολεῖτο, ἴδε κατωτέρ.: μέλλ. -ήσομαι, Μ. Ἀντ. 12.2, Ἀριστείδ. 1. 423: -ηθήσομαι Ἑβδ. (Σειράχ. λθ΄, 1): πρκμ. ἠσχόλημαι Δίων Κ. 71. 10· μέσ. ἀορ. ἠσχολησάμην μόνον Γαλην., -ήθην Διόδ. 4. 32, Λουκ. Μακρόβ. 8 κλ. Εἶμαι ἐνησχολημένος, ἔχω ἀσχολίας Ἄλεξ. ἐν «Πυραύνω» 5, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 415· ἀσχολούμεθα, ἵνα σχολάζωμεν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 6· περὶ ἢ ἐπί τι Διόδ. 2. 40., 17. 94· [[μετὰ]] μετοχ., λαλῶν ἠσχολεῖτο Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12, κτλ.· ἀσχ. ἀσχολίας ἀνωφελεῖς Δίων Χρ. 2. 234. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κεῖται [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ. ὑφ’ ἣν ἔννοιαν τὸ παθ., Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14, 14., 8. 3, 2, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 130Α· ἐνασχολοῦμαι εἰς τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 11, δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν Ἀττ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 443.
|lstext='''ἀσχολέω''': [[ἐνασχολῶ]], τινὰ Λουκ. Ζεῦξ. 7: ― Παθ., παρατ. ἠσχολεῖτο, ἴδε κατωτέρ.: μέλλ. -ήσομαι, Μ. Ἀντ. 12.2, Ἀριστείδ. 1. 423: -ηθήσομαι Ἑβδ. (Σειράχ. λθ΄, 1): πρκμ. ἠσχόλημαι Δίων Κ. 71. 10· μέσ. ἀορ. ἠσχολησάμην μόνον Γαλην., -ήθην Διόδ. 4. 32, Λουκ. Μακρόβ. 8 κλ. Εἶμαι ἐνησχολημένος, ἔχω ἀσχολίας Ἄλεξ. ἐν «Πυραύνω» 5, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 415· ἀσχολούμεθα, ἵνα σχολάζωμεν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 6· περὶ ἢ ἐπί τι Διόδ. 2. 40., 17. 94· [[μετὰ]] μετοχ., λαλῶν ἠσχολεῖτο Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12, κτλ.· ἀσχ. ἀσχολίας ἀνωφελεῖς Δίων Χρ. 2. 234. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κεῖται [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ. ὑφ’ ἣν ἔννοιαν τὸ παθ., Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14, 14., 8. 3, 2, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 130Α· ἐνασχολοῦμαι εἰς τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 11, δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν Ἀττ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 443.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀσχολήσω;<br />occuper, faire travailler, acc. ; <i>Pass.</i> être occupé, s’occuper.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσχολος]].
}}
}}