Anonymous

ἀρταμέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτᾰμέω''': [[κατακόπτω]], [[διαμελίζω]], [[ὅστις]] ταῦρον ἀρταμεῖ [[καλῶς]] Εὐρ. Ἠλ.· ἀλλ’ ἄνδρας ἀρταμοῦσι λαιψηραῖς γνάθοις ὁ αὐτ. Ἄλκ. 494.
|lstext='''ἀρτᾰμέω''': [[κατακόπτω]], [[διαμελίζω]], [[ὅστις]] ταῦρον ἀρταμεῖ [[καλῶς]] Εὐρ. Ἠλ.· ἀλλ’ ἄνδρας ἀρταμοῦσι λαιψηραῖς γνάθοις ὁ αὐτ. Ἄλκ. 494.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἠρτάμησα;<br />découper, dépecer ; dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρταμος]].
}}
}}