Anonymous

Ἀττικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἀττικός''': -ή, -όν, (ἀκτή) [[Ἀττικός]], [[Ἀθηναῖος]], Σόλων 2, Αἰσχύλ. Εὐμ. 681, κτλ.· σφόδρ’... Ἀττικάς, ἐξ ἀληθοῦς Ἀττικοῦ γένους, Ἀριστοφ. Λυσ. 56· Ἀττικὸς [[πάροικος]], παροιμ. ἐπὶ φιλοταράχου γείτονος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 12. ΙΙ. ἡ Ἀττικὴ (ἐνν. γῆ), Ἡρόδ. 5. 76, κτλ.· πρβλ. [[Ἀτθίς]]. ΙΙΙ. τό Ἀττικόν, τὸ Ἀττικὸν [[ὕφος]] ἢ [[κομψότης]], Πλούτ. 2. 79D: ― Ἐπίρρ. -κῶς Δημ. 202.11.
|lstext='''Ἀττικός''': -ή, -όν, (ἀκτή) [[Ἀττικός]], [[Ἀθηναῖος]], Σόλων 2, Αἰσχύλ. Εὐμ. 681, κτλ.· σφόδρ’... Ἀττικάς, ἐξ ἀληθοῦς Ἀττικοῦ γένους, Ἀριστοφ. Λυσ. 56· Ἀττικὸς [[πάροικος]], παροιμ. ἐπὶ φιλοταράχου γείτονος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 12. ΙΙ. ἡ Ἀττικὴ (ἐνν. γῆ), Ἡρόδ. 5. 76, κτλ.· πρβλ. [[Ἀτθίς]]. ΙΙΙ. τό Ἀττικόν, τὸ Ἀττικὸν [[ὕφος]] ἢ [[κομψότης]], Πλούτ. 2. 79D: ― Ἐπίρρ. -κῶς Δημ. 202.11.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> attique, athénien;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> ἡ Ἀττική ([[γῆ]]) l’Attique;<br /><b>2</b> τὸ Ἀττικόν le dialecte attique;<br /><b>3</b> [[οἱ]] Ἀττικοί les habitants de l’Attique.<br />'''Étymologie:''' par assimil. p. ἀκτικός, ou, sel. d’autres, p. [[ἀστικός]] -- DELG p. Ἀτθικός (cf. [[Ἀτθίς]]) avec perte de l’aspiration, dérivé de [[Ἀθῆναι]] avec gémination expressive.
}}
}}