3,274,216
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτμήν''': -ένος, ὁ [[δοῦλος]], [[ὑπηρέτης]], Ἐτυμολ. Μ. 164. 32· [[ὡσαύτως]], ἄτμενος, ὁ, Εὐστ. 1750. 62, Ἡσύχ.· ἀλλὰ καὶ θηλ. [[τύπος]] ἀδμενίς, ίδιος, ἐν Ἐτυμ. Μ. 18. 32, - [[ὅπερ]] ἐτυμολογικῶς [[εἶναι]] ὀρθόν, ἂν ὡς τὸ [[δμώς]] παράγηται ἐκ τοῦ [[δαμάω]]. | |lstext='''ἀτμήν''': -ένος, ὁ [[δοῦλος]], [[ὑπηρέτης]], Ἐτυμολ. Μ. 164. 32· [[ὡσαύτως]], ἄτμενος, ὁ, Εὐστ. 1750. 62, Ἡσύχ.· ἀλλὰ καὶ θηλ. [[τύπος]] ἀδμενίς, ίδιος, ἐν Ἐτυμ. Μ. 18. 32, - [[ὅπερ]] ἐτυμολογικῶς [[εἶναι]] ὀρθόν, ἂν ὡς τὸ [[δμώς]] παράγηται ἐκ τοῦ [[δαμάω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ένος (ὁ) :<br />esclave, serviteur.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunté à l’Asie mineure. | |||
}} | }} |