Anonymous

ἀτμήν: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτμήν''': -ένος, ὁ [[δοῦλος]], [[ὑπηρέτης]], Ἐτυμολ. Μ. 164. 32· [[ὡσαύτως]], ἄτμενος, ὁ, Εὐστ. 1750. 62, Ἡσύχ.· ἀλλὰ καὶ θηλ. [[τύπος]] ἀδμενίς, ίδιος, ἐν Ἐτυμ. Μ. 18. 32, - [[ὅπερ]] ἐτυμολογικῶς [[εἶναι]] ὀρθόν, ἂν ὡς τὸ [[δμώς]] παράγηται ἐκ τοῦ [[δαμάω]].
|lstext='''ἀτμήν''': -ένος, ὁ [[δοῦλος]], [[ὑπηρέτης]], Ἐτυμολ. Μ. 164. 32· [[ὡσαύτως]], ἄτμενος, ὁ, Εὐστ. 1750. 62, Ἡσύχ.· ἀλλὰ καὶ θηλ. [[τύπος]] ἀδμενίς, ίδιος, ἐν Ἐτυμ. Μ. 18. 32, - [[ὅπερ]] ἐτυμολογικῶς [[εἶναι]] ὀρθόν, ἂν ὡς τὸ [[δμώς]] παράγηται ἐκ τοῦ [[δαμάω]].
}}
{{bailly
|btext=ένος (ὁ) :<br />esclave, serviteur.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunté à l’Asie mineure.
}}
}}