3,277,191
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρρᾰγής''': -ές, ([[ῥήγνυμι]]), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· [[σίδηρος]] Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα [[ἐπιφάνεια]] Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, [[διότι]] δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· [[τεῖχος]] Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς [[ὄμμα]], [[ὅπερ]] δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου [[δάκρυον]]» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.) | |lstext='''ἀρρᾰγής''': -ές, ([[ῥήγνυμι]]), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· [[σίδηρος]] Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα [[ἐπιφάνεια]] Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, [[διότι]] δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· [[τεῖχος]] Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς [[ὄμμα]], [[ὅπερ]] δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου [[δάκρυον]]» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />non brisé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ῥήγνυμι]]. | |||
}} | }} |