3,277,637
edits
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτόμολος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]], [[ἄκλητος]] ἐρχόμενος, κλητοί τ’ αὐτόμολοί τε Ὀππ. Ἁλ. 3. 360, Ἀνθ. Π. 5. 22· ἀλλὰ πρὸ πάντων, 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ αὐτομολῶν εἰς τὸν ἐχθρόν, Ἡρόδ. 3. 156, κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 118, κ. ἀλλ.· [[παρά]] τινος Ξεν. Ἀν. 1. 7, 2· γυνὴ [[αὐτόμολος]] Ἡρόδ. 9. 76. ― Ἐπίρρ. αὐτομόλως, «προδοτικῶς, Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 617)· ― καὶ αὐτομολεί, ἐπίρρ., Φωτ. Ἀμφιλοχ. σ. 343, ἔκδ. Σ. Οἰκ. | |lstext='''αὐτόμολος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]], [[ἄκλητος]] ἐρχόμενος, κλητοί τ’ αὐτόμολοί τε Ὀππ. Ἁλ. 3. 360, Ἀνθ. Π. 5. 22· ἀλλὰ πρὸ πάντων, 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ αὐτομολῶν εἰς τὸν ἐχθρόν, Ἡρόδ. 3. 156, κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 118, κ. ἀλλ.· [[παρά]] τινος Ξεν. Ἀν. 1. 7, 2· γυνὴ [[αὐτόμολος]] Ἡρόδ. 9. 76. ― Ἐπίρρ. αὐτομόλως, «προδοτικῶς, Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 617)· ― καὶ αὐτομολεί, ἐπίρρ., Φωτ. Ἀμφιλοχ. σ. 343, ἔκδ. Σ. Οἰκ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui vient de soi-même ; <i>particul.</i> transfuge, déserteur, qui passe d’un camp dans un autre.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[μολοῦμαι]], de [[βλώσκω]]. | |||
}} | }} |