Anonymous

αὐτοκρατορικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοκρᾰτορικός''': -ή, -όν, ὁ τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ εἰς τὸν αὐτοκράτορα ἀνήκων, ἢ διὰ τὸν αὐτοκράτορα [[ἁρμόδιος]], Διον. Ἁλ. 8. 59. 2) [[ἐλεύθερος]], [[αὐτεξούσιος]], Κλήμ. Ἀλ. 434. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, δεσποτικῶς, Πλουτ. Ἀντ. 15.
|lstext='''αὐτοκρᾰτορικός''': -ή, -όν, ὁ τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ εἰς τὸν αὐτοκράτορα ἀνήκων, ἢ διὰ τὸν αὐτοκράτορα [[ἁρμόδιος]], Διον. Ἁλ. 8. 59. 2) [[ἐλεύθερος]], [[αὐτεξούσιος]], Κλήμ. Ἀλ. 434. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, δεσποτικῶς, Πλουτ. Ἀντ. 15.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de l’empereur, impérial;<br /><b>2</b> indépendant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτοκράτωρ]].
}}
}}