Anonymous

αὐλωπίας: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐλωπίας''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, ὁ ἄλλως [[καλλιώνυμος]] ἢ [[ἀνθίας]] καλούμενος, τίκτει δὲ καὶ [[αὐλωπίας]], ὃν καλοῦσιν ἀνθίαν τοῦ θέρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 7, Ἡνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, Αἰλ. π. Ζ. 13, 17· πιθ. ὁ αὐτὸς καὶ αὐλωπός, ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 256. Ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ξενοκράτ. σ. 69 ἐν τέλει.
|lstext='''αὐλωπίας''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, ὁ ἄλλως [[καλλιώνυμος]] ἢ [[ἀνθίας]] καλούμενος, τίκτει δὲ καὶ [[αὐλωπίας]], ὃν καλοῦσιν ἀνθίαν τοῦ θέρους Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 7, Ἡνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, Αἰλ. π. Ζ. 13, 17· πιθ. ὁ αὐτὸς καὶ αὐλωπός, ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 256. Ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ξενοκράτ. σ. 69 ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />poisson de mer inconnu.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλός]], [[ὤψ]].
}}
}}