Anonymous

ἀφῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφῆλιξ''': Ἰων. [[ἀπῆλιξ]], ικος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπερβὰς τὴν μέσην ἡλικίαν, κλίνων πρὸς τὸ [[γῆρας]], ἀνὴρ ἀπηλικέστερος Ἡρόδ. 3. 14· ἀφηλικεστέραν Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 65· κατὰ τὸν Φρύν. ἐν Α. Β. 3, ἡ [[χρῆσις]] τῆς λέξεως περιωρίζετο εἰς τὸ συγκριτικόν, ἀλλὰ τὸ θετικὸν ἀπαντᾷ ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 140, παρὰ Κρατίνῳ ἐν Ἀδήλ. 95, Φρυν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 8 ([[ὅστις]] μετεχειρίζετο αὐτὴν ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν), Λοβ. Φρύν. 84.
|lstext='''ἀφῆλιξ''': Ἰων. [[ἀπῆλιξ]], ικος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπερβὰς τὴν μέσην ἡλικίαν, κλίνων πρὸς τὸ [[γῆρας]], ἀνὴρ ἀπηλικέστερος Ἡρόδ. 3. 14· ἀφηλικεστέραν Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 65· κατὰ τὸν Φρύν. ἐν Α. Β. 3, ἡ [[χρῆσις]] τῆς λέξεως περιωρίζετο εἰς τὸ συγκριτικόν, ἀλλὰ τὸ θετικὸν ἀπαντᾷ ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 140, παρὰ Κρατίνῳ ἐν Ἀδήλ. 95, Φρυν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 8 ([[ὅστις]] μετεχειρίζετο αὐτὴν ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν), Λοβ. Φρύν. 84.
}}
{{bailly
|btext=ικος (ὁ, ἡ)<br />qui a passé l’âge de l’adolescence, qui n’est plus jeune.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἧλιξ]].
}}
}}