Anonymous

ἀρρώστημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρρώστημα''': τό, [[ἀσθένεια]], [[ἀρρωστία]], [[νόσος]], Ἱππ. 298. 40, Δημ. 24. 5, πρβλ. 808. 14. 2) ἠθικὴ [[ἀδυναμία]], Πλουτ. Νικ. 28· ― ὡς Στωϊκὸς ὅρος, ἡ [[ἀτέλεια]] πάντων πλὴν τῶν φιλοσόφων, Κικ. Tusc. 4. 10.
|lstext='''ἀρρώστημα''': τό, [[ἀσθένεια]], [[ἀρρωστία]], [[νόσος]], Ἱππ. 298. 40, Δημ. 24. 5, πρβλ. 808. 14. 2) ἠθικὴ [[ἀδυναμία]], Πλουτ. Νικ. 28· ― ὡς Στωϊκὸς ὅρος, ἡ [[ἀτέλεια]] πάντων πλὴν τῶν φιλοσόφων, Κικ. Tusc. 4. 10.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> faiblesse, maladie;<br /><b>2</b> infirmité morale.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρρωστέω]].
}}
}}