3,274,873
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐχμηρός''': -ά, -όν, [[ξηρός]], [[ἄνευ]] βροχῆς, χειμὼν Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. π. Ἀέρ. 287, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 27· ἔαρ ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 9· ἐπὶ τόπων, [[ξηρός]], [[ἄνυδρος]], [[ὅπως]] ἂν… τοὺς αὐχμηροτάτους τόπους πολυύδρους τε καὶ εὐύδρους ἀπεργάζωνται Πλάτ. Νόμ. 761Β· χωρία Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 11, 10, κτλ.· καρποί Διόδ. 2. 53. 2) [[ξηρός]], [[τραχύς]], [[ῥυπαρός]], Εὐρ. Ἄλκ. 947· σκληρὸς καὶ αὐχμ. Πλάτ. Συμπ. 203C· ἰδίως ἐπὶ [[κόμης]], (πρβλ. προηγ.), Σοφ. Ἀποσπ. 422, Εὐρ. Ὀρ. 387· [[βίος]] Λουκ. π. Ὀρχ. 1. ― Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4 ἔχει τὸ ἀνώμαλ. ὑπερθετ. αὐχμότατος (διάφ. γραφ. ἀθλιώτατος). ― Ἐπίρρ. -ρῶς Φιλόστρ. 147. Πρβλ. [[αὐσταλέος]]. | |lstext='''αὐχμηρός''': -ά, -όν, [[ξηρός]], [[ἄνευ]] βροχῆς, χειμὼν Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. π. Ἀέρ. 287, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 27· ἔαρ ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 9· ἐπὶ τόπων, [[ξηρός]], [[ἄνυδρος]], [[ὅπως]] ἂν… τοὺς αὐχμηροτάτους τόπους πολυύδρους τε καὶ εὐύδρους ἀπεργάζωνται Πλάτ. Νόμ. 761Β· χωρία Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 11, 10, κτλ.· καρποί Διόδ. 2. 53. 2) [[ξηρός]], [[τραχύς]], [[ῥυπαρός]], Εὐρ. Ἄλκ. 947· σκληρὸς καὶ αὐχμ. Πλάτ. Συμπ. 203C· ἰδίως ἐπὶ [[κόμης]], (πρβλ. προηγ.), Σοφ. Ἀποσπ. 422, Εὐρ. Ὀρ. 387· [[βίος]] Λουκ. π. Ὀρχ. 1. ― Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4 ἔχει τὸ ἀνώμαλ. ὑπερθετ. αὐχμότατος (διάφ. γραφ. ἀθλιώτατος). ― Ἐπίρρ. -ρῶς Φιλόστρ. 147. Πρβλ. [[αὐσταλέος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> desséché, sec;<br /><b>2</b> malpropre, sale.<br />'''Étymologie:''' [[αὐχμέω]]. | |||
}} | }} |