Anonymous

αὐθαδόστομος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐθᾱδόστομος''': -ον, ὁ αὐθαδῶς, ἀγερώχως ὁμιλῶν, ἄνθρωπον ἀγριοποιὸν αὐθαδόστομον Ἀριστοφ. Βάτρ. 337.
|lstext='''αὐθᾱδόστομος''': -ον, ὁ αὐθαδῶς, ἀγερώχως ὁμιλῶν, ἄνθρωπον ἀγριοποιὸν αὐθαδόστομον Ἀριστοφ. Βάτρ. 337.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la bouche présomptueuse, au langage présomptueux.<br />'''Étymologie:''' [[αὐθάδης]], [[στόμα]].
}}
}}