Anonymous

ἀφανίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφανίζω''': μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: πρκμ. ἠφάνικα, Δημ. 950. 3: ― καθιστῶ τι ἀφανές, [[ἀποκρύπτω]], [[νεφέλη]]… ἠφάνισεν ἥλιον (πιθ. γραφὴ) Ξεν. Ἀν. 3. 4, 8· [[ἐντεῦθεν]] ὡς τὸ Λατ. abscondo, χάνω τὴν θέαν τινός, δὲν [[βλέπω]] τι, Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγωκαρίωνι» 1. 18, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· ἀφ. τὸ συμφορώτατον, ἐξαλείφειν, ἀπαλείφειν, καταστρέφειν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου πολιτικοὺς καταδίκους, [[ὥστε]] ἡ [[τύχη]] αὐτῶν διαμένει [[ἄγνωστος]], Ἡρόδ. 3. 126, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 53, πρβλ. Θουκ. 4. 80, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 11· [[καθόλου]], ἐπὶ θανάτου, [[αἴρω]] ἐκ τῆς γῆς, «παίρνω», Ἐπιγρ. Ἑλλ. 376. 8., 380. 6, κ. ἀλλ.: ― Παθ., τὴν γνώμην μηδὲν... ἀφανισθεῖσαν, [[οὐδαμοῦ]] ἢ ἀποκρυφθεῖσαν, σκεπασθεῖσαν, Θουκ. 7. 8. 2) [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου, ἀπομακρύνω, [[ἄχος]] Σοφ. Ο. C 1712· [[ἐξαφανίζω]], [[ὁπότε]] πόλεος ἀφανίσειεν ἁ πτεροῦσσα [[παρθένος]] τιν' ἀνδρῶν Εὐρ. Φοίν. 1041· Μούσας ἀφ. Ἀριστοφ. Νεφ. 971· ἀφ. αὐτὸν εἰς τὸν νεὼν ὁ αὐτ. Πλ. 741. 3) [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, παντελῶς [[ἐξαλείφω]], καθαιρῶ μέχρις ἐδάφους, [[ἐξαλείφω]] τὸ γεγραμμένον κτλ., Θουκ. 6. 54, κτλ.· [[ὅλως]] ἀφ. τὰ ἱερὰ Δημ. 562, 17. 4) καθιστῶ ἀφανῆ, [[ἐξαλείφω]] τὰ ἴχνη, Ξεν. Κυν. 5. 3, κτλ.· [[ἐξαλείφω]] τὰ ἴχνη αἵματος, Ἀντιφῶν 134. 37· [[ἐξαφανίζω]] μάρτυρα ἢ μαρυρίαν, ὁ αὐτ. 135. 29: ἀπαλάττομαί τινος, δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 760. 5) [[ἀποκρύπτω]], [[κλέπτω]]. Ξεν. Οἰκ. 14. 2. 6) [[ἐπισκοτίζω]], ἀμαυρῶ, [[καταστρέφω]] τὴν ὑπόληψίν τινος, ἀρετήν, ἀξίωσιν, δόξαν, τὸ δίκαιον, κτλ., Θουκ. 7. 69., 2. 61, Πλάτ., κτλ.: ἀλλ' ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀφ. αγαθῷ κακόν, ἐξαλείφειν τὸ κακὸν διὰ τοῦ ἀγαθοῦ, Θουκ. 2. 42· δύσκλειαν ὁ αὐτ. 3. 58· τὰ χρώματα ἀφανίζουσιν ἐκ τοῦ σώματος (ἡ [[λύπη]] καὶ τὸ ζῆν κακῶς), Ἀντιφάν. ἐν «Εὐπλοίᾳ» 1· τὴν [[τρίχα]] πολιὰν οὖσαν ἐπειρᾶτο βαφῇ ἀφανίζειν, προσεπάθει νὰ τὴν κάμῃ διὰ βαφῆς νὰ μὴ φαίνηται τοιαύτη, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 20· ἀφανίζειν τὰ πρόσωπα (πρβλ. [[ἀπρόσωπος]]), ἐπὶ τῆς προσποιητῆς σκυθρωπότητος τῶν ὑποκριτῶν [[ὅταν]] νηστεύωσιν, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὑτῶν, [[ὅπως]] φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 16· πρβλ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ Β΄, 20, Ζαχ. Ζ΄, 14). 7) [[καταστρέφω]], [[ἐξαφανίζω]] περιουσίαν, [[ἀργύριον]], ναυτικὸν Αἰσχίν. 14. 24., 85. 31· ὅλον τὸ [[ἐργαστήριον]] Δημ. 821, ἐν τέλει, πρβλ. 820 ἐν τέλει, 839. 15· ― [[ὡσαύτως]] ἀφ. τὴν οὐσίαν, [[μετατρέπω]] τὴν περιουσίαν (κτηματικὴν ἢ [[ἄλλην]]) εἰς χρήματα ἵνα ἀποκρύψω αὐτήν, ἢ ἄρω ἐκ τοῦ μέσου (πρβλ. ἀφανὴς 5), Δημ. 827. 12, Αἰσχίν. 14. 38. 8) [[ἐκπίνω]], [[πίνω]] ἐντελῶς [[ποτήριον]] οἴνου, Εὔβουλ. ἐν «Παμφίλῳ» 3· πρβλ. Meineke Ἀποσπ. Κωμ. 2. 829. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] [[ἀόρατος]], ἐξαφανίζομαι, Ἡρόδ. 4. 8. 124, Σοφ. Ἀντ. 255· ἐπὶ ἀνθρώπων καταχωσθέντων ὑπὸ θυέλλης ἄμμου, Ἡρόδ. 3. 26· ἢ ἀπολεσθέντων ἐν τῇ θαλάσσῃ, Θουκ. 8. 38, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 24· ἀφ. κατὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ νήσων, Ἡρόδ. 7. 6· [[ὑποβρύχιος]] ἠφ. Πλουτ. Κράσσ. 19· ἀφ ἐξ ἀνθρώπων Ἡρόδ. 4. 95, Λυσ. 191. 27· ἀφ. εἰς ὕλην, ἐντὸς δάσους, Ξεν. Κυν. 10. 23· καταγελασθὲν ἠφανίσθη Θουκ. 3. 83. 2) ζῶ ἰδιωτεύων, Ξεν. Ἀγ. 9. 1.
|lstext='''ἀφανίζω''': μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: πρκμ. ἠφάνικα, Δημ. 950. 3: ― καθιστῶ τι ἀφανές, [[ἀποκρύπτω]], [[νεφέλη]]… ἠφάνισεν ἥλιον (πιθ. γραφὴ) Ξεν. Ἀν. 3. 4, 8· [[ἐντεῦθεν]] ὡς τὸ Λατ. abscondo, χάνω τὴν θέαν τινός, δὲν [[βλέπω]] τι, Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγωκαρίωνι» 1. 18, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· ἀφ. τὸ συμφορώτατον, ἐξαλείφειν, ἀπαλείφειν, καταστρέφειν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου πολιτικοὺς καταδίκους, [[ὥστε]] ἡ [[τύχη]] αὐτῶν διαμένει [[ἄγνωστος]], Ἡρόδ. 3. 126, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 53, πρβλ. Θουκ. 4. 80, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 11· [[καθόλου]], ἐπὶ θανάτου, [[αἴρω]] ἐκ τῆς γῆς, «παίρνω», Ἐπιγρ. Ἑλλ. 376. 8., 380. 6, κ. ἀλλ.: ― Παθ., τὴν γνώμην μηδὲν... ἀφανισθεῖσαν, [[οὐδαμοῦ]] ἢ ἀποκρυφθεῖσαν, σκεπασθεῖσαν, Θουκ. 7. 8. 2) [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου, ἀπομακρύνω, [[ἄχος]] Σοφ. Ο. C 1712· [[ἐξαφανίζω]], [[ὁπότε]] πόλεος ἀφανίσειεν ἁ πτεροῦσσα [[παρθένος]] τιν' ἀνδρῶν Εὐρ. Φοίν. 1041· Μούσας ἀφ. Ἀριστοφ. Νεφ. 971· ἀφ. αὐτὸν εἰς τὸν νεὼν ὁ αὐτ. Πλ. 741. 3) [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, παντελῶς [[ἐξαλείφω]], καθαιρῶ μέχρις ἐδάφους, [[ἐξαλείφω]] τὸ γεγραμμένον κτλ., Θουκ. 6. 54, κτλ.· [[ὅλως]] ἀφ. τὰ ἱερὰ Δημ. 562, 17. 4) καθιστῶ ἀφανῆ, [[ἐξαλείφω]] τὰ ἴχνη, Ξεν. Κυν. 5. 3, κτλ.· [[ἐξαλείφω]] τὰ ἴχνη αἵματος, Ἀντιφῶν 134. 37· [[ἐξαφανίζω]] μάρτυρα ἢ μαρυρίαν, ὁ αὐτ. 135. 29: ἀπαλάττομαί τινος, δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 760. 5) [[ἀποκρύπτω]], [[κλέπτω]]. Ξεν. Οἰκ. 14. 2. 6) [[ἐπισκοτίζω]], ἀμαυρῶ, [[καταστρέφω]] τὴν ὑπόληψίν τινος, ἀρετήν, ἀξίωσιν, δόξαν, τὸ δίκαιον, κτλ., Θουκ. 7. 69., 2. 61, Πλάτ., κτλ.: ἀλλ' ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀφ. αγαθῷ κακόν, ἐξαλείφειν τὸ κακὸν διὰ τοῦ ἀγαθοῦ, Θουκ. 2. 42· δύσκλειαν ὁ αὐτ. 3. 58· τὰ χρώματα ἀφανίζουσιν ἐκ τοῦ σώματος (ἡ [[λύπη]] καὶ τὸ ζῆν κακῶς), Ἀντιφάν. ἐν «Εὐπλοίᾳ» 1· τὴν [[τρίχα]] πολιὰν οὖσαν ἐπειρᾶτο βαφῇ ἀφανίζειν, προσεπάθει νὰ τὴν κάμῃ διὰ βαφῆς νὰ μὴ φαίνηται τοιαύτη, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 20· ἀφανίζειν τὰ πρόσωπα (πρβλ. [[ἀπρόσωπος]]), ἐπὶ τῆς προσποιητῆς σκυθρωπότητος τῶν ὑποκριτῶν [[ὅταν]] νηστεύωσιν, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὑτῶν, [[ὅπως]] φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 16· πρβλ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ Β΄, 20, Ζαχ. Ζ΄, 14). 7) [[καταστρέφω]], [[ἐξαφανίζω]] περιουσίαν, [[ἀργύριον]], ναυτικὸν Αἰσχίν. 14. 24., 85. 31· ὅλον τὸ [[ἐργαστήριον]] Δημ. 821, ἐν τέλει, πρβλ. 820 ἐν τέλει, 839. 15· ― [[ὡσαύτως]] ἀφ. τὴν οὐσίαν, [[μετατρέπω]] τὴν περιουσίαν (κτηματικὴν ἢ [[ἄλλην]]) εἰς χρήματα ἵνα ἀποκρύψω αὐτήν, ἢ ἄρω ἐκ τοῦ μέσου (πρβλ. ἀφανὴς 5), Δημ. 827. 12, Αἰσχίν. 14. 38. 8) [[ἐκπίνω]], [[πίνω]] ἐντελῶς [[ποτήριον]] οἴνου, Εὔβουλ. ἐν «Παμφίλῳ» 3· πρβλ. Meineke Ἀποσπ. Κωμ. 2. 829. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] [[ἀόρατος]], ἐξαφανίζομαι, Ἡρόδ. 4. 8. 124, Σοφ. Ἀντ. 255· ἐπὶ ἀνθρώπων καταχωσθέντων ὑπὸ θυέλλης ἄμμου, Ἡρόδ. 3. 26· ἢ ἀπολεσθέντων ἐν τῇ θαλάσσῃ, Θουκ. 8. 38, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 24· ἀφ. κατὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ νήσων, Ἡρόδ. 7. 6· [[ὑποβρύχιος]] ἠφ. Πλουτ. Κράσσ. 19· ἀφ ἐξ ἀνθρώπων Ἡρόδ. 4. 95, Λυσ. 191. 27· ἀφ. εἰς ὕλην, ἐντὸς δάσους, Ξεν. Κυν. 10. 23· καταγελασθὲν ἠφανίσθη Θουκ. 3. 83. 2) ζῶ ἰδιωτεύων, Ξεν. Ἀγ. 9. 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἠφάνιζον, <i>f.</i> ἀφανίσω, <i>att.</i> ἀφανιῶ, <i>ao.</i> ἠφάνισα, <i>pf.</i> ἠφάνικα;<br /><i>Pass. f.</i> ἀφανισθήσομαι, <i>ao.</i> ἠφανίσθην, <i>pf.</i> ἠφάνισμαι;<br /><b>I.</b> faire disparaître, <i>d’où</i><br /><b>1</b> rendre invisible, cacher;<br /><b>2</b> supprimer, anéantir, acc. ; <i>Pass.</i> ἀφανίζεσθαι [[ἐξ]] ἀνθρώπων HDT disparaître d’entre les hommes, <i>càd</i> périr ; <i>en parl. de choses</i> détruire, effacer ; ἀφ. ἀγαθῷ [[κακόν]] THC effacer le mal avec le bien;<br /><b>3</b> perdre (de l’argent, des biens, <i>etc.</i>);<br /><b>4</b> tenir caché <i>ou</i> secret, dissimuler : τὴν γνώμην THC sa pensée ; <i>au propre</i> [[τρίχα]] βαφῇ ÉL dissimuler la couleur de ses cheveux en les teignant;<br /><b>5</b> éloigner, écarter : παῖδας καὶ γυναῖκας XÉN emmener des enfants et des femmes en esclavage ; <i>fig.</i> [[ἄχος]] SOPH calmer <i>litt.</i> écarter une douleur;<br /><b>6</b> emporter, dérober, soustraire;<br /><b>II.</b> obscurcir, ternir : τὴν ἀξίωσιν THC la considération dont on jouit ; [[τὰς]] πατρικὰς ἀρετάς THC les vertus de ses ancêtres.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφανής]].
}}
}}