Anonymous

ἀτράφαξυς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτράφαξυς''': -υος, ἡ, [[εἶδος]] βοτάνης ὁμοίας πρὸς «σπανάκι», Λατ. atriplex· κατὰ Sibthorp τὸ σημερινὸν [[ὄνομα]] αὐτῆς [[εἶναι]] ἀγριοσπανακιά· ὅτι δὲ ὁ διὰ τοῦ υ [[τύπος]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς φαίνεται ἐκ τοῦ ψευδατραφάξυς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630, πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 565, 17· ἀλλ’ ἐν Διοσκ. 2. 145, κτλ., [[εἶναι]] γεγραμμένον ἀτράφαξις = [[χρυσολάχανον]]· ἐν δὲ Ἱππ. 359. 43, Θεοφρ., κτλ., [[ἀνδράφαξις]]· παρὰ δὲ Εὐστ. 539. 5, [[ἀδράφαξυς]].
|lstext='''ἀτράφαξυς''': -υος, ἡ, [[εἶδος]] βοτάνης ὁμοίας πρὸς «σπανάκι», Λατ. atriplex· κατὰ Sibthorp τὸ σημερινὸν [[ὄνομα]] αὐτῆς [[εἶναι]] ἀγριοσπανακιά· ὅτι δὲ ὁ διὰ τοῦ υ [[τύπος]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς φαίνεται ἐκ τοῦ ψευδατραφάξυς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630, πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 565, 17· ἀλλ’ ἐν Διοσκ. 2. 145, κτλ., [[εἶναι]] γεγραμμένον ἀτράφαξις = [[χρυσολάχανον]]· ἐν δὲ Ἱππ. 359. 43, Θεοφρ., κτλ., [[ἀνδράφαξις]]· παρὰ δὲ Εὐστ. 539. 5, [[ἀδράφαξυς]].
}}
{{bailly
|btext=υος (ἡ) :<br />arroche, <i>légume</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue, sans doute emprunt à une langue non i.-e.
}}
}}