Anonymous

ἀτροφία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτροφία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] τροφῆς ἢ θρέψεως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 9, Πλούτ. 2. 949Α. 2) [[νόσος]], ἡ [[ἀτροφία]], Ἀριστ. Προβλ. 8. 9, 2, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 108.
|lstext='''ἀτροφία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] τροφῆς ἢ θρέψεως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 9, Πλούτ. 2. 949Α. 2) [[νόσος]], ἡ [[ἀτροφία]], Ἀριστ. Προβλ. 8. 9, 2, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 108.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de nourriture.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτροφος]].
}}
}}