3,277,121
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄχολος''': -ον, ὁ στερούμενος χολῆς, Ἱππ. Προρρ. 75Β· [[ἧπαρ]] ἄχ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 15, 11· τὰ μώνυχα ἄχ. ὁ αὐτ. 4. 2, 11. 2) μεταφ., πόλεως τᾶς ἀχόλω Ἀλκαῖος 37 ([[ἔνθα]] ὁ Bgk. ζαχόλω, πρβλ. Πλούτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 84Α. ΙΙ. ἐνεργ., καταπαύων ἐξουδετερῶν τὴν χολὴν ἤ ὀργήν, [[φάρμακον]]... νηπενθές τ’ ἄχολόν τε Ὀδ. Δ. 221· πρβλ. ἄστονος, [[ἄκοπος]] ΙΙ. 2. | |lstext='''ἄχολος''': -ον, ὁ στερούμενος χολῆς, Ἱππ. Προρρ. 75Β· [[ἧπαρ]] ἄχ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 15, 11· τὰ μώνυχα ἄχ. ὁ αὐτ. 4. 2, 11. 2) μεταφ., πόλεως τᾶς ἀχόλω Ἀλκαῖος 37 ([[ἔνθα]] ὁ Bgk. ζαχόλω, πρβλ. Πλούτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 84Α. ΙΙ. ἐνεργ., καταπαύων ἐξουδετερῶν τὴν χολὴν ἤ ὀργήν, [[φάρμακον]]... νηπενθές τ’ ἄχολόν τε Ὀδ. Δ. 221· πρβλ. ἄστονος, [[ἄκοπος]] ΙΙ. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui calme la bile, <i>càd</i> la colère.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χόλος]]. | |||
}} | }} |