Anonymous

ἀφυπνίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφυπνίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[ἐξεγείρω]] τινὰ τοῦ ὕπνου, Εὐρ. Ρῆσ. 25, Πλουτ. Νικ. 9· ― Παθ. ἐξεγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, [[διαμένω]] [[ἄγρυπνος]], Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 5, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 31· οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Φιλόστρ. ἐν Βίῳ Ἀπολλ. 2. 36. 1: ― [[ἐντεῦθεν]] οὐσιαστ., -πνισις, ἡ, Βυζ.· -νισμός, ὁ Εὐστ. 1297. 31· -νιστής, οῦ, ὁ, Βυζ.
|lstext='''ἀφυπνίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[ἐξεγείρω]] τινὰ τοῦ ὕπνου, Εὐρ. Ρῆσ. 25, Πλουτ. Νικ. 9· ― Παθ. ἐξεγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, [[διαμένω]] [[ἄγρυπνος]], Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 5, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 31· οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Φιλόστρ. ἐν Βίῳ Ἀπολλ. 2. 36. 1: ― [[ἐντεῦθεν]] οὐσιαστ., -πνισις, ἡ, Βυζ.· -νισμός, ὁ Εὐστ. 1297. 31· -νιστής, οῦ, ὁ, Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀφύπνισα;<br />éveiller ; <i>Pass.</i> s’éveiller.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὕπνος]].
}}
}}