Anonymous

αὐχμώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐχμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[αὐχμηρός]], [[στυγνός]], τὸ αὐχμῶδες, [[ξηρασία]], Ἡρόδ. 1. 142, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19· [[χώρα]] αὐχμωδεστέρα Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 1, 6· [[κόμη]] Εὐρ. Ὀρ. 223· [[σάρξ]] Πλούτ. 2. 688D· πρβλ. [[αὐχμηρός]].
|lstext='''αὐχμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[αὐχμηρός]], [[στυγνός]], τὸ αὐχμῶδες, [[ξηρασία]], Ἡρόδ. 1. 142, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19· [[χώρα]] αὐχμωδεστέρα Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 1, 6· [[κόμη]] Εὐρ. Ὀρ. 223· [[σάρξ]] Πλούτ. 2. 688D· πρβλ. [[αὐχμηρός]].
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui a l’air desséché, sec ; τὸ αὐχμῶδες la sécheresse.<br />'''Étymologie:''' [[αὐχμός]], -ωδης.
}}
}}