Anonymous

καθιζάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθιζάνω''': [[καθίζω]], [[κάθημαι]], οἱ δὲ θεοὶ θωκόνδε καθίζανον, ἐλάμβανον τὰς θέσεις των εἰς τὸ [[συνέδριον]], Ὀδ. Ε. 3· [[μάντις]] ἐς θρόνους [[καθιζάνω]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 29· καθ. ἐπί τι Ἰσοκρ. 13Β. ἐπί τινος ἢ τινι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14., 9. 32, 12· [[παρά]] τινα Πολύαιν. 8. 64 ἀπολ., οὐ δὲ καθίζανε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 92. - Πρβλ. [[καθίζω]].
|lstext='''καθιζάνω''': [[καθίζω]], [[κάθημαι]], οἱ δὲ θεοὶ θωκόνδε καθίζανον, ἐλάμβανον τὰς θέσεις των εἰς τὸ [[συνέδριον]], Ὀδ. Ε. 3· [[μάντις]] ἐς θρόνους [[καθιζάνω]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 29· καθ. ἐπί τι Ἰσοκρ. 13Β. ἐπί τινος ἢ τινι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14., 9. 32, 12· [[παρά]] τινα Πολύαιν. 8. 64 ἀπολ., οὐ δὲ καθίζανε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 92. - Πρβλ. [[καθίζω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. épq.</i> καθίζανον;<br />s’asseoir, se poser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱζάνω]].
}}
}}