Anonymous

φεύγω: Difference between revisions

From LSJ
2,343 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φεύγω''': παρατ. ἔφευγον Ἰλ. Χ. 158, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 796, [[ἄνευ]] αὐξ. φεῦγον Ἰλ. Ι. 498, κλπ., Ἰων. παρατ. φεύγεσκον Ἰλ. Ρ. 461, Ἡρόδ. 4. 43· ― μέλλ. [[φεύξομαι]] Ὅμ., Ἀττ.· Δωρ. φευξοῦμαι ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, [[ὅταν]] ἀπαιτῇ τὸ [[μέτρον]], ὡς παρ’ Εὐρ. Ἑλ. 500, 1041, Βάκχ. 658, Ἀριστοφ. Πλ. 447, 496, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 203· (παρὰ μεταγεν. ὑπάρχει μέλλ. ἐνεργ. ἐκφεύξω Χρησμ. Σιβ. 3. 565, Αἰσώπου Μῦθ. 349 Halm.· β΄ μέλλ. φυγοῦμαι Χρησμ. Σιβ. 11. 45, κ. ἀλλ.· καὶ φύγομαι [[αὐτόθι]] 12. 93, 253· ― ἀόρ. ἔφῠγον, Ἰων. φύγεσκον Ὀδ. Ρ. 316· ― ἀόρ. α΄ ἔφευξα (ἐκ-) Χρησμ. Σιβ. 6. 6· ― πρκμ. πέφευγα Ἡρόδ., Ἀττ.· εὐκτ. πεφεύγοι Ἰλ. Φ. 609, (ἐκπεφευγοίην Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 840), μετοχ. πεφευγότες Ὀδ. Α. 22· [[ὡσαύτως]] μετοχ. παθ. πρκμ. πεφυγμένος ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Ἰλ. Ζ. 488, Ὀδ. Α. 18, κτλ.· καὶ Ἐπικ. [[πεφυζότες]] (πρβλ. [[φύζα]]), Ἰλ. Φ. 6, 528, 532, Χ. 1· ― μέσ. ἀόρ. α΄ διαφεύξασθαι Δόγμα Ἀθηναίων παρ’ Ἱππ. 1290. 43· ― ῥημ. ἐπίθ. [[φευκτός]], -έον. (Ἐκ τῆς √ΦΥΓ παράγονται καὶ αἱ λ. φυγεῖν, φυγάς, φυγή, φύζα, φύξις· πρβλ. Σανσκρ. bhuǵ, bhuǵ-âmi, (flecto), bhuǵ-as (brachium), bhôǵ-as (flexus)· Λατ. fug-io, fug-a, fug-o, fug-ax· Γοτθ. bing-i ([[κάμπτω]], πρβλ. Γερμ. biege)· Ἀρχ. Γερμ. elin-bog-o (el-bow)· Σλαυ. beg-a (lugio)· bug-ti (terreo).) Ι. ἀπολ., [[φεύγω]], (διωκόμενος ἢ ἐκ φόβου) [[καταφεύγω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διώκω]], Ἰλ. Χ. 157, κλπ.· βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον Β. 665· πῇ φεύγεις; Θ. 94· [[πόσε]] φεύγετε; Π. 422· ποῖ φύγωμεν χθονός; Αἰσχύλ. Ἱκ. 777· ποῖ τις ἂν φύγῃ; Σοφ. Αἴ. 403, κλπ.· φ. [[ἐνθένδε]] [[ἐκεῖσε]] Πλάτ. Θεαίτ. 176Α· ― [[μετὰ]] προθέσεων, φ. ἀπό τινος Ὀδ. Μ. 120, Πλάτ., κλπ.· ἐκ πολέμοιο, ἐκ θανάτοιο Ἰλ. Η. 118, Υ. 350· ἐκ κακῶν Σοφ. Ἀντ. 437, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 65· ὑπὲκ κακοῦ Ἰλ. Ο. 700, πρβλ. Ρ. 461· σπανίως [[μετὰ]] γεν., πεφυγμένος ἦν ἀέθλων (ἴδε κατωτ. ΙΙ) Ὀδ. Α. 18· τῆς νόσου πεφευγέναι Σοφ. Φιλ. 1044· ― φ. ἐς πατρίδα γαῖαν Ἰλ. Β. 140, πρβλ. 158, κλπ.· ἐπὶ Σάρδεων, ἐπὶ τὸν Ἑλικῶνα Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 2, 1, Ἀγησ. 2, 11· πρὸς τὸ [[ὄρος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 5, 19· ὑπὸ γᾶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 175· φ. ὑπό τινος, τρέπομαι εἰς φυγὴν ὑπό τινος, Ἰλ. Φ. 23, 554, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2)· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., φύγε λαιψηρὸν δρόμον Πινδ. Π. 9. 215· φεύγειν φυγὴν Εὐρ. Ἑλ. 1041· φ. τὴν παρὰ θάλασσαν (ἐξυαπκ. ὁδόν), φεύγειν πρὸς τὴν θάλασσαν, Ἡρόδ. 4. 12· πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ· ― [[ὡσαύτως]], φυγῇ φεύγειν ἴδε φυγὴ Ι. 1. 2) οἱ χρόνοι ἐνεστ. καὶ παρατ. [[κυρίως]] ἐκφράζουσι μόνον τὸν σκοπὸν ἢ τὴν προσπάθειαν πρὸς φυγήν· [[ὅθεν]] ἡ μετοχ. [[φεύγω]] συνάπτεται [[μετὰ]] τῶν συνθέτων ῥημάτων [[ἀποφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], [[προσφεύγω]]. εἰς διαστολὴν τῆς προσπαθείας πρὸς φυγὴν ἀπὸ τῆς πράγματι ἐκτελέσεως αὐτῆς, βέλτερον. ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ, [[εἶναι]] καλλίτερον φεύγων τις νὰ ἐκφύγῃ τὸ κακὸν παρὰ νὰ σταθῇ καὶ νὰ συλληφθῇ, Ἰλ. Ξ. 81· φεύγων ἐκφ. Ἡρόδ. 5. 95, Ἀριστοφ. Ἀχ. 177· φ. καταφ. Ἡρόδ. 4. 23 φ. ἀποφ. Ἀριστοφ. Νεφ. 167· πρβλ. Πόρσωνα εἰς Εὐρ. Φοιν. 1231. 3) φ. εἰς..., [[καταφεύγω]] εἰς..., Εὐρ. Ἱππ. 1076. 4) μετ’ ἀπαρ., [[ἀποφεύγω]] ἢ [[διστάζω]] νὰ πράξω τι, ἀπέχομαι τοῦ νὰ πράξω τι, Ἡρόδ. 4. 76, Ἀντιφῶν 112. 44., Πλάτ. Ἀπολ. 26Α· καὶ παραλειπομένου τοῦ ἀπαρ., φεύγουσι γάρ τοι χοὶ θρασεῖς, ἀποφεύγουσιν, ὑποχωροῦσι, διστάζουσι, Σοφ. Ἀντιγ. 580· ― [[μετὰ]] τοῦ ἀπαρ. [[πολλάκις]] τίθεται μὴ κατὰ φαινόμενον πλεοναστικόν, ὡς πάντα τὰ ῥήματα ἐν οἷς περιέχεται ἢ νοεῖται ἄρνησις, [[οἷον]] ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 263, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Παρμ. 147Α, Σοφιστ. 235Β. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[ἀποφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], διασφεύγω, τινὰ Ὅμ., κλπ.· φ. τινὰ ἐκ μάχης Ἡρόδ. 7. 104· φ. ἐς τὴν Ἀσίην τοὺς Σκύθας ὁ αὐτ. 4. 12· [[ὡσαύτως]] φ. τι, [[οἷον]] φ. μοῖραν, ὄλεθρον, πόλεμον, κακὸν Ἰλ. Ζ. 488, κ. ἀλλ.· ἔνθ’ ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, [[οἴκοι]] [[ἔσαν]] πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν Ὀδ. Α. 11· οὕτω φ. [[ὄνειδος]], ἀμαχανίαν Πινδ. Ο. 6. 152, Π. 9. 163 φ. φόνον, [[ἀποφεύγω]] τὰ ἀποτελέσματα τοῦ φόνου, Εὐρ. Μήδ. 795 φ. [[αἷμα]] συγγενὲς χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 148· φ. τὰν Διὸς μῆτιν Αἰσχύλ. Προμ. 907· ὀσμήν..., μὴ βάλῃ, πεφευγότες Σοφ. Ἀντιγ. 412· φυγῇ φεύγειν [[γῆρας]] Πλάτ. Συμπ. 195Β· ἐς πόντον... φύγε πέτρας [[νηῦς]] Ὀδ. Κ. 131· ― οὐδεμία [[πόλις]] πέφευγε δουλοσύνην πρὸς Ἱπποκράτεος, ὑπὸ τοῦ..., Ἡρόδ. 7. 154· ― ἡ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. [[ὡσαύτως]] διατηρεῖ τὴν αἰτ. παρ’ Ὁμ. [[ὅστις]] συνάπτει τὴν μετοχὴν (κατηγορηματικῶς) [[μετὰ]] τοῦ [[εἶναι]] ἢ γενέσθαι = πεφευγέναι, π. χ. μοῖραν δ’ οὔτινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν Ἰλ. Ζ. 488· πεφυγμένον [[εἶναι]] ὄλεθρον Ι. 455· οὔ οἱ νῦν ἔτι γ’ ἐστὶ πεφυγμένον ἄμμε γενέσθαι Χ. 219· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἡνίοχον φύγον [[ἡνία]], ἐξέφυγον ἐκ τῶν χειρῶν του, Ἰλ. Ψ. 465· Νέστορα δ’ ἐκ χειρῶν φύγον [[ἡνία]] Θ. 137, πρβλ. Λ. 128· τὸ φεῦγον, τὸ [[μέρος]] τὸ ὁποῖον ἐκφεύγει, Ξεν. Ἱππ. 10. 9. ― [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., ποῖόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων Ἰλ. Δ. 350, Ὀδ. Α. 64, κλπ. ΙΙΙ. [[φεύγω]] τὴν πατρίδα μου [[ἕνεκα]] ἐγκλήματος, Ἰλ. Ι. 478, Ὀδ. Ν. 259· οἱ φεύγοντες, οἱ ἐξόριστοι, οἱ φυγάδες, Θουκ. 1. 24, Ξεν. Ἀγησ. 7. 6· φ. πατρίδα Ὀδ. Ο. 228, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 24· τὴν [[ἑαυτοῦ]] Θουκ. 5. 26· φ. ἐξ Ἄργεος Ὀδ. Ο. 224, πρβλ. Θουκυδ. 8. 85· ἐκ τῆς πατρίδος Ξεν. Ἀν. 1. 3, 3, κλπ. 2) φ. ὑπό τινος, ἐξορίζομαι, Ἡρόδ. 4. 125., 5. 30 φ. ὑπὸ τοῦ δήμου Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 27 φ. ἐξ Ἀρείου πάγου, κατ’ ἀπόφασιν τοῦ Ἀρ. Π., Δείναρχ. 95. 44· οὕτω, φ. τινὰ Ἡρόδ. 5. 62. 3) ἀπολ., πηγαίνω εἰς ἐξορίαν, ζῶ ἐν ἐξορίᾳ, Λατ. exulare, ὁ αὐτ. ἐν 6. 103, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1668, Ἀντιφῶν 117. 21, καὶ Πλάτ. οὕτω [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., [[φεύγω]] ἀειφυγίαν, ἐξορίζομαι διὰ βίου, Πλάτ. Νόμ. 871D, 877C, 881Β· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐν ἀειφυγίᾳ [[αὐτόθι]] 877Ε· φεύγων ἀπ’ οἴκων ἃς ἐγὼ [[φεύγω]] φυγὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 976. IV. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, κατηγοροῦμαι ἢ καταδιώκομαι διὰ νόμου· ὁ φεύγων, ὁ κατηγορούμενος, Λατ. reus, [[τοὐναντίον]] δὲ ὁ διώκων, ὁ [[κατήγορος]], Ἀριστοφ. Σφ. 390, 880, 893, Πλάτ. Πολ. 405Β, καὶ παρὰ τοῖς Ρήτορσι· μετ’ αἰτ., [[φεύγω]] γραφὴν ἢ δίκην, δικάζομαι ὡς κατηγορούμενος [[περί]] τινος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 442, Νεφ. 167, Πλάτ. Ἀπολ. 19C· φ. ἀπολογίαν Αἰσχίν. 82. 36· τὸ δὲ [[ἔγκλημα]] τίθεται κατὰ γενικήν, φ. φόνου δίκην Ἀντιφῶν 130. 17· ἀλλὰ συχνότ. παραλείπεται τὸ δίκην, [[οἷον]], φ. φόνου, κατηγοροῦμαι ἐπὶ φόνῳ, Λυσί. 118. 43, Λυκοῦργ. 166. 40, κλπ., (ταὐτὸν τῷ φ. ἐφ’ αἵματι, Valck. εἰς Εὐριπίδ. Ἱππόλ. 35)· φ. δειλίας Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 1129· ξενίας ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 718· [[ὡσαύτως]], φ. περὶ θανάτου Ἀντιφῶν 140. 39· φ. ἐπὶ μηνύσει τινὸς Ἀνδοκ. 3. 33· φεύγει δίκην ὑπ’ ἐμοῦ, κατηγορεῖται ὑπ’ ἐμοῦ, Δημ. 1184, ἐν τέλει φ. ἀσεβείας ὑπό τινος, κατηγορεῖται, καταγγέλλεται ὡς ἀσεβὴς ὑπό τινος, Πλάτ. Ἀπολ. 35D· ― σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τὸ φεῦγον [[ψήφισμα]], τὸ οἱονεὶ δικαζόμενον [[ψήφισμα]], δηλ. τὸ ὑπὸ συζήτησιν, Δημ. 638. 20· ― παρ’ Ἡροδ. 7. 214 τὸ: αἰτίην [[φεύγω]], ἔχει ἔτι τὴν πρώτην σημασίαν, [[φεύγω]] κατηγορίαν, δηλ. [[φεύγω]] τὴν πατρίδα μου, εἶμαι [[φυγάς]], [[ἕνεκα]] κατηγορίας τινὸς ἐπὶ ἐγκλήματι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 529, Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 291, 373.
|lstext='''φεύγω''': παρατ. ἔφευγον Ἰλ. Χ. 158, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 796, [[ἄνευ]] αὐξ. φεῦγον Ἰλ. Ι. 498, κλπ., Ἰων. παρατ. φεύγεσκον Ἰλ. Ρ. 461, Ἡρόδ. 4. 43· ― μέλλ. [[φεύξομαι]] Ὅμ., Ἀττ.· Δωρ. φευξοῦμαι ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, [[ὅταν]] ἀπαιτῇ τὸ [[μέτρον]], ὡς παρ’ Εὐρ. Ἑλ. 500, 1041, Βάκχ. 658, Ἀριστοφ. Πλ. 447, 496, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 203· (παρὰ μεταγεν. ὑπάρχει μέλλ. ἐνεργ. ἐκφεύξω Χρησμ. Σιβ. 3. 565, Αἰσώπου Μῦθ. 349 Halm.· β΄ μέλλ. φυγοῦμαι Χρησμ. Σιβ. 11. 45, κ. ἀλλ.· καὶ φύγομαι [[αὐτόθι]] 12. 93, 253· ― ἀόρ. ἔφῠγον, Ἰων. φύγεσκον Ὀδ. Ρ. 316· ― ἀόρ. α΄ ἔφευξα (ἐκ-) Χρησμ. Σιβ. 6. 6· ― πρκμ. πέφευγα Ἡρόδ., Ἀττ.· εὐκτ. πεφεύγοι Ἰλ. Φ. 609, (ἐκπεφευγοίην Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 840), μετοχ. πεφευγότες Ὀδ. Α. 22· [[ὡσαύτως]] μετοχ. παθ. πρκμ. πεφυγμένος ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Ἰλ. Ζ. 488, Ὀδ. Α. 18, κτλ.· καὶ Ἐπικ. [[πεφυζότες]] (πρβλ. [[φύζα]]), Ἰλ. Φ. 6, 528, 532, Χ. 1· ― μέσ. ἀόρ. α΄ διαφεύξασθαι Δόγμα Ἀθηναίων παρ’ Ἱππ. 1290. 43· ― ῥημ. ἐπίθ. [[φευκτός]], -έον. (Ἐκ τῆς √ΦΥΓ παράγονται καὶ αἱ λ. φυγεῖν, φυγάς, φυγή, φύζα, φύξις· πρβλ. Σανσκρ. bhuǵ, bhuǵ-âmi, (flecto), bhuǵ-as (brachium), bhôǵ-as (flexus)· Λατ. fug-io, fug-a, fug-o, fug-ax· Γοτθ. bing-i ([[κάμπτω]], πρβλ. Γερμ. biege)· Ἀρχ. Γερμ. elin-bog-o (el-bow)· Σλαυ. beg-a (lugio)· bug-ti (terreo).) Ι. ἀπολ., [[φεύγω]], (διωκόμενος ἢ ἐκ φόβου) [[καταφεύγω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διώκω]], Ἰλ. Χ. 157, κλπ.· βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον Β. 665· πῇ φεύγεις; Θ. 94· [[πόσε]] φεύγετε; Π. 422· ποῖ φύγωμεν χθονός; Αἰσχύλ. Ἱκ. 777· ποῖ τις ἂν φύγῃ; Σοφ. Αἴ. 403, κλπ.· φ. [[ἐνθένδε]] [[ἐκεῖσε]] Πλάτ. Θεαίτ. 176Α· ― [[μετὰ]] προθέσεων, φ. ἀπό τινος Ὀδ. Μ. 120, Πλάτ., κλπ.· ἐκ πολέμοιο, ἐκ θανάτοιο Ἰλ. Η. 118, Υ. 350· ἐκ κακῶν Σοφ. Ἀντ. 437, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 65· ὑπὲκ κακοῦ Ἰλ. Ο. 700, πρβλ. Ρ. 461· σπανίως [[μετὰ]] γεν., πεφυγμένος ἦν ἀέθλων (ἴδε κατωτ. ΙΙ) Ὀδ. Α. 18· τῆς νόσου πεφευγέναι Σοφ. Φιλ. 1044· ― φ. ἐς πατρίδα γαῖαν Ἰλ. Β. 140, πρβλ. 158, κλπ.· ἐπὶ Σάρδεων, ἐπὶ τὸν Ἑλικῶνα Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 2, 1, Ἀγησ. 2, 11· πρὸς τὸ [[ὄρος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 5, 19· ὑπὸ γᾶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 175· φ. ὑπό τινος, τρέπομαι εἰς φυγὴν ὑπό τινος, Ἰλ. Φ. 23, 554, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2)· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., φύγε λαιψηρὸν δρόμον Πινδ. Π. 9. 215· φεύγειν φυγὴν Εὐρ. Ἑλ. 1041· φ. τὴν παρὰ θάλασσαν (ἐξυαπκ. ὁδόν), φεύγειν πρὸς τὴν θάλασσαν, Ἡρόδ. 4. 12· πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ· ― [[ὡσαύτως]], φυγῇ φεύγειν ἴδε φυγὴ Ι. 1. 2) οἱ χρόνοι ἐνεστ. καὶ παρατ. [[κυρίως]] ἐκφράζουσι μόνον τὸν σκοπὸν ἢ τὴν προσπάθειαν πρὸς φυγήν· [[ὅθεν]] ἡ μετοχ. [[φεύγω]] συνάπτεται [[μετὰ]] τῶν συνθέτων ῥημάτων [[ἀποφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], [[προσφεύγω]]. εἰς διαστολὴν τῆς προσπαθείας πρὸς φυγὴν ἀπὸ τῆς πράγματι ἐκτελέσεως αὐτῆς, βέλτερον. ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ, [[εἶναι]] καλλίτερον φεύγων τις νὰ ἐκφύγῃ τὸ κακὸν παρὰ νὰ σταθῇ καὶ νὰ συλληφθῇ, Ἰλ. Ξ. 81· φεύγων ἐκφ. Ἡρόδ. 5. 95, Ἀριστοφ. Ἀχ. 177· φ. καταφ. Ἡρόδ. 4. 23 φ. ἀποφ. Ἀριστοφ. Νεφ. 167· πρβλ. Πόρσωνα εἰς Εὐρ. Φοιν. 1231. 3) φ. εἰς..., [[καταφεύγω]] εἰς..., Εὐρ. Ἱππ. 1076. 4) μετ’ ἀπαρ., [[ἀποφεύγω]] ἢ [[διστάζω]] νὰ πράξω τι, ἀπέχομαι τοῦ νὰ πράξω τι, Ἡρόδ. 4. 76, Ἀντιφῶν 112. 44., Πλάτ. Ἀπολ. 26Α· καὶ παραλειπομένου τοῦ ἀπαρ., φεύγουσι γάρ τοι χοὶ θρασεῖς, ἀποφεύγουσιν, ὑποχωροῦσι, διστάζουσι, Σοφ. Ἀντιγ. 580· ― [[μετὰ]] τοῦ ἀπαρ. [[πολλάκις]] τίθεται μὴ κατὰ φαινόμενον πλεοναστικόν, ὡς πάντα τὰ ῥήματα ἐν οἷς περιέχεται ἢ νοεῖται ἄρνησις, [[οἷον]] ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 263, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Παρμ. 147Α, Σοφιστ. 235Β. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[ἀποφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], διασφεύγω, τινὰ Ὅμ., κλπ.· φ. τινὰ ἐκ μάχης Ἡρόδ. 7. 104· φ. ἐς τὴν Ἀσίην τοὺς Σκύθας ὁ αὐτ. 4. 12· [[ὡσαύτως]] φ. τι, [[οἷον]] φ. μοῖραν, ὄλεθρον, πόλεμον, κακὸν Ἰλ. Ζ. 488, κ. ἀλλ.· ἔνθ’ ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, [[οἴκοι]] [[ἔσαν]] πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν Ὀδ. Α. 11· οὕτω φ. [[ὄνειδος]], ἀμαχανίαν Πινδ. Ο. 6. 152, Π. 9. 163 φ. φόνον, [[ἀποφεύγω]] τὰ ἀποτελέσματα τοῦ φόνου, Εὐρ. Μήδ. 795 φ. [[αἷμα]] συγγενὲς χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 148· φ. τὰν Διὸς μῆτιν Αἰσχύλ. Προμ. 907· ὀσμήν..., μὴ βάλῃ, πεφευγότες Σοφ. Ἀντιγ. 412· φυγῇ φεύγειν [[γῆρας]] Πλάτ. Συμπ. 195Β· ἐς πόντον... φύγε πέτρας [[νηῦς]] Ὀδ. Κ. 131· ― οὐδεμία [[πόλις]] πέφευγε δουλοσύνην πρὸς Ἱπποκράτεος, ὑπὸ τοῦ..., Ἡρόδ. 7. 154· ― ἡ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. [[ὡσαύτως]] διατηρεῖ τὴν αἰτ. παρ’ Ὁμ. [[ὅστις]] συνάπτει τὴν μετοχὴν (κατηγορηματικῶς) [[μετὰ]] τοῦ [[εἶναι]] ἢ γενέσθαι = πεφευγέναι, π. χ. μοῖραν δ’ οὔτινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν Ἰλ. Ζ. 488· πεφυγμένον [[εἶναι]] ὄλεθρον Ι. 455· οὔ οἱ νῦν ἔτι γ’ ἐστὶ πεφυγμένον ἄμμε γενέσθαι Χ. 219· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἡνίοχον φύγον [[ἡνία]], ἐξέφυγον ἐκ τῶν χειρῶν του, Ἰλ. Ψ. 465· Νέστορα δ’ ἐκ χειρῶν φύγον [[ἡνία]] Θ. 137, πρβλ. Λ. 128· τὸ φεῦγον, τὸ [[μέρος]] τὸ ὁποῖον ἐκφεύγει, Ξεν. Ἱππ. 10. 9. ― [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., ποῖόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων Ἰλ. Δ. 350, Ὀδ. Α. 64, κλπ. ΙΙΙ. [[φεύγω]] τὴν πατρίδα μου [[ἕνεκα]] ἐγκλήματος, Ἰλ. Ι. 478, Ὀδ. Ν. 259· οἱ φεύγοντες, οἱ ἐξόριστοι, οἱ φυγάδες, Θουκ. 1. 24, Ξεν. Ἀγησ. 7. 6· φ. πατρίδα Ὀδ. Ο. 228, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 24· τὴν [[ἑαυτοῦ]] Θουκ. 5. 26· φ. ἐξ Ἄργεος Ὀδ. Ο. 224, πρβλ. Θουκυδ. 8. 85· ἐκ τῆς πατρίδος Ξεν. Ἀν. 1. 3, 3, κλπ. 2) φ. ὑπό τινος, ἐξορίζομαι, Ἡρόδ. 4. 125., 5. 30 φ. ὑπὸ τοῦ δήμου Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 27 φ. ἐξ Ἀρείου πάγου, κατ’ ἀπόφασιν τοῦ Ἀρ. Π., Δείναρχ. 95. 44· οὕτω, φ. τινὰ Ἡρόδ. 5. 62. 3) ἀπολ., πηγαίνω εἰς ἐξορίαν, ζῶ ἐν ἐξορίᾳ, Λατ. exulare, ὁ αὐτ. ἐν 6. 103, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1668, Ἀντιφῶν 117. 21, καὶ Πλάτ. οὕτω [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., [[φεύγω]] ἀειφυγίαν, ἐξορίζομαι διὰ βίου, Πλάτ. Νόμ. 871D, 877C, 881Β· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐν ἀειφυγίᾳ [[αὐτόθι]] 877Ε· φεύγων ἀπ’ οἴκων ἃς ἐγὼ [[φεύγω]] φυγὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 976. IV. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, κατηγοροῦμαι ἢ καταδιώκομαι διὰ νόμου· ὁ φεύγων, ὁ κατηγορούμενος, Λατ. reus, [[τοὐναντίον]] δὲ ὁ διώκων, ὁ [[κατήγορος]], Ἀριστοφ. Σφ. 390, 880, 893, Πλάτ. Πολ. 405Β, καὶ παρὰ τοῖς Ρήτορσι· μετ’ αἰτ., [[φεύγω]] γραφὴν ἢ δίκην, δικάζομαι ὡς κατηγορούμενος [[περί]] τινος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 442, Νεφ. 167, Πλάτ. Ἀπολ. 19C· φ. ἀπολογίαν Αἰσχίν. 82. 36· τὸ δὲ [[ἔγκλημα]] τίθεται κατὰ γενικήν, φ. φόνου δίκην Ἀντιφῶν 130. 17· ἀλλὰ συχνότ. παραλείπεται τὸ δίκην, [[οἷον]], φ. φόνου, κατηγοροῦμαι ἐπὶ φόνῳ, Λυσί. 118. 43, Λυκοῦργ. 166. 40, κλπ., (ταὐτὸν τῷ φ. ἐφ’ αἵματι, Valck. εἰς Εὐριπίδ. Ἱππόλ. 35)· φ. δειλίας Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 1129· ξενίας ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 718· [[ὡσαύτως]], φ. περὶ θανάτου Ἀντιφῶν 140. 39· φ. ἐπὶ μηνύσει τινὸς Ἀνδοκ. 3. 33· φεύγει δίκην ὑπ’ ἐμοῦ, κατηγορεῖται ὑπ’ ἐμοῦ, Δημ. 1184, ἐν τέλει φ. ἀσεβείας ὑπό τινος, κατηγορεῖται, καταγγέλλεται ὡς ἀσεβὴς ὑπό τινος, Πλάτ. Ἀπολ. 35D· ― σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τὸ φεῦγον [[ψήφισμα]], τὸ οἱονεὶ δικαζόμενον [[ψήφισμα]], δηλ. τὸ ὑπὸ συζήτησιν, Δημ. 638. 20· ― παρ’ Ἡροδ. 7. 214 τὸ: αἰτίην [[φεύγω]], ἔχει ἔτι τὴν πρώτην σημασίαν, [[φεύγω]] κατηγορίαν, δηλ. [[φεύγω]] τὴν πατρίδα μου, εἶμαι [[φυγάς]], [[ἕνεκα]] κατηγορίας τινὸς ἐπὶ ἐγκλήματι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 529, Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 291, 373.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> φεύξομαι, <i>ao.2</i> [[ἔφυγον]], <i>pf.</i> πέφευγα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐφεύχθην, <i>pf.</i> [[πέφυγμαι]];<br /><b>I.</b> fuir :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> prendre la fuite : φ. [[ἀπό]] τινος fuir loin de qqn ; ἀπὸ [[τῶν]] τειχῶν XÉN fuir des remparts ; [[ἐκ]] πολέμοιο IL s’enfuir du combat ; [[ἐκ]] θανάτοιο IL échapper à la mort ; [[ἐκ]] κακῶν SOPH, ὑπὲκ κακοῦ IL échapper aux maux, au malheur ; τῆς νόσου SOPH être délivré de la maladie ; <i>le nom de lieu par où l’on fuit à l’acc.</i> : τὴν παρὰ θάλασσαν ὁδόν HDT fuir par la route le long de la mer ; φεύγειν [[ὑπό]] τινος IL fuir devant qqn <i>litt.</i> par le fait de qqn;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> fuir, éviter, échapper à, acc. ; <i>avec un suj. de ch.</i> : ἡνίοχον φύγον [[ἡνία]] IL les rênes échappèrent au conducteur ; <i>avec</i> double acc. : ποῖόν [[σε]] [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων ; IL, OD quelle parole s’est échappée de la barrière de tes dents ? avec l’inf. : διδάξαι ἔφυγες PLAT tu as refusé d’enseigner;<br /><b>II.</b> s’enfuir de sa patrie par suite d’une faute commise, être exilé, être banni : ὑπὸ [[τοῦ]] δήμου XÉN par le peuple ; [[ἐκ]] τῆς πατρίδος XÉN <i>ou avec l’acc.</i> : πατρίδα OD, τὴν [[ἑαυτοῦ]] THC être banni de sa patrie ; <i>abs.</i> [[οἱ]] φεύγοντες THC les exilés ; vivre en exil;<br /><b>III.</b> <i>t. de droit</i> être accusé <i>ou</i> défendeur : [[δίκην]] être accusé <i>ou</i> défendeur dans un procès ; [[ὑπό]] τινος γραφὴν φεύγειν XÉN être accusé par qqn ; φ. ἀσεβείας [[ὑπό]] τινος PLAT être accusé d’impiété par qqn ; <i>abs.</i> φεύγειν être accusé ; ὁ φεύγων AR l’accusé, le défendeur;<br /><i><b>Pass.</b> part. pf.</i> πεφυγμένος qui a fui, qui a échappé à : μοῖραν IL, ὄλεθρον IL à la mort ; ἀέθλων OD aux épreuves, aux luttes.<br />'''Étymologie:''' R. Φυγ, se courber pour fuir ; cf. <i>lat.</i> fugio, fuga, etc.
}}
}}