Anonymous

ῥάκιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥάκιον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[ῥάκος]], κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ῥάκι’ ἐκ τραγῳδίας Ἀριστοφ. Ἀχ. 412, Σφ. 128, κ. ἀλλ.· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, ῥάκιόν τι τοῦ παλαιοῦ δράματος Ἀχ. 415.
|lstext='''ῥάκιον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[ῥάκος]], κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ῥάκι’ ἐκ τραγῳδίας Ἀριστοφ. Ἀχ. 412, Σφ. 128, κ. ἀλλ.· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, ῥάκιόν τι τοῦ παλαιοῦ δράματος Ἀχ. 415.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />loque, haillon.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ῥάκος]].
}}
}}