Anonymous

ἄφαρ: Difference between revisions

From LSJ
266 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφαρ''': [υυ], ποιητ. ἐπίρρ., [[κυρίως]] σημαῖνον ἄμεσον ἀκολουθίαν, [[εὐθύς]], [[πάραυτα]], ἀμέσως, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ἀρχῇ περιόδου ἢ κώλου ἐπακολουθοῦντος τοῦ δέ, [[ἄφαρ]] δ’ ἤμυσε καρήατι Ἰλ. Τ. 405, πρβλ. Ρ. 417· ἢ [[ἄνευ]] τοῦ δέ, [[μετὰ]] τοῦτο, [[μετὰ]] [[ταῦτα]], Λ. 418, Ὀδ. Β. 95. 2) αἰφνιδίως, [[ταχέως]], [[εὐθέως]], ἀμέσως, [[ἄφαρ]] τόδε λώϊόν ἐστι Β. 169· [[ἄφαρ]] κεραοὶ τελέθουσι Δ. 85· μετ’ ἄλλου ἐπιρρ. πρὸς ἐπίτασιν, [[ἄφαρ]] [[αὐτίκα]] Ἰλ. Ψ. 593· ― [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., [[πέμπε]] δράκοντας [[ἄφαρ]] Ν. 1. 60· καὶ σπανίως παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 469, Σοφ. Τρ. 135, 529, 821, 958, Εὐρ. Ι. Τ. 1274. ΙΙ. παρὰ Θεόγν. 716, ὡς εἰ ἦτο ἐπίθετον, [[ταχύς]], [[ὠκὺς]] (πρβλ. [[ἀφάρτερος]]), παῖδες Βορέω τῶν [[ἄφαρ]] εἰσὶ πόδες. Ὑπάρχει [[Ἰωνικός]] τις [[τύπος]] ἀφαρεὶ ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 175. 15, Σουίδ. κτλ. Πρβλ. Sturz Μακ. Διαλ. σ. 70.
|lstext='''ἄφαρ''': [υυ], ποιητ. ἐπίρρ., [[κυρίως]] σημαῖνον ἄμεσον ἀκολουθίαν, [[εὐθύς]], [[πάραυτα]], ἀμέσως, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ἀρχῇ περιόδου ἢ κώλου ἐπακολουθοῦντος τοῦ δέ, [[ἄφαρ]] δ’ ἤμυσε καρήατι Ἰλ. Τ. 405, πρβλ. Ρ. 417· ἢ [[ἄνευ]] τοῦ δέ, [[μετὰ]] τοῦτο, [[μετὰ]] [[ταῦτα]], Λ. 418, Ὀδ. Β. 95. 2) αἰφνιδίως, [[ταχέως]], [[εὐθέως]], ἀμέσως, [[ἄφαρ]] τόδε λώϊόν ἐστι Β. 169· [[ἄφαρ]] κεραοὶ τελέθουσι Δ. 85· μετ’ ἄλλου ἐπιρρ. πρὸς ἐπίτασιν, [[ἄφαρ]] [[αὐτίκα]] Ἰλ. Ψ. 593· ― [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., [[πέμπε]] δράκοντας [[ἄφαρ]] Ν. 1. 60· καὶ σπανίως παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 469, Σοφ. Τρ. 135, 529, 821, 958, Εὐρ. Ι. Τ. 1274. ΙΙ. παρὰ Θεόγν. 716, ὡς εἰ ἦτο ἐπίθετον, [[ταχύς]], [[ὠκὺς]] (πρβλ. [[ἀφάρτερος]]), παῖδες Βορέω τῶν [[ἄφαρ]] εἰσὶ πόδες. Ὑπάρχει [[Ἰωνικός]] τις [[τύπος]] ἀφαρεὶ ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 175. 15, Σουίδ. κτλ. Πρβλ. Sturz Μακ. Διαλ. σ. 70.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> tout d’un coup, et aussitôt, et alors;<br /><b>2</b> tout de suite, aussitôt, présentement ; [[ἄφαρ]] [[αὐτίκα]] sur-le-champ.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[φέρω]], <i>litt.</i> « d’une seule portée ».
}}
}}