3,276,318
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχᾰνής''': -ές, ([[χάσκω]], χανεῖν) «[[ἄφθογγος]]. μὴ ἀνοίγων [[στόμα]]» (Ἡσύχ.)· ἀχανὴς... [[ἄφωνος]] Ἡγύσιππ, ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25, Πολύβ. 7. 17, 5, Λουκ. Ἰκαρομ. 23: ― ἐν Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 29, δι’ ἀχανοῦς, διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος. ΙΙ. (α εὔφων.) χάσκων, κρημνὸς Τίμαι. ἐν Ἀποσπ. 28· ἴδε Οὐϋττεμβ. 2. 76C· [[χάσμα]] Παρμεν. 18: ― τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον κενόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 16· «ἀχανές· τὸ μὴ ἔχον στέγην ἢ ὄροφον, ἐπὶ τοῦ λαβυρίνθου» Α. Β. 28, 28. 2) [[καθόλου]], [[μέγας]], [[πολύς]], [[ἄμετρος]], [[στράτευμα]] Πλούτ. 2. 866Α· [[πέλαγος]] ὁ αὐτ. Κικ. 6. | |lstext='''ἀχᾰνής''': -ές, ([[χάσκω]], χανεῖν) «[[ἄφθογγος]]. μὴ ἀνοίγων [[στόμα]]» (Ἡσύχ.)· ἀχανὴς... [[ἄφωνος]] Ἡγύσιππ, ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25, Πολύβ. 7. 17, 5, Λουκ. Ἰκαρομ. 23: ― ἐν Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 29, δι’ ἀχανοῦς, διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος. ΙΙ. (α εὔφων.) χάσκων, κρημνὸς Τίμαι. ἐν Ἀποσπ. 28· ἴδε Οὐϋττεμβ. 2. 76C· [[χάσμα]] Παρμεν. 18: ― τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον κενόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 16· «ἀχανές· τὸ μὴ ἔχον στέγην ἢ ὄροφον, ἐπὶ τοῦ λαβυρίνθου» Α. Β. 28, 28. 2) [[καθόλου]], [[μέγας]], [[πολύς]], [[ἄμετρος]], [[στράτευμα]] Πλούτ. 2. 866Α· [[πέλαγος]] ὁ αὐτ. Κικ. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> largement ouvert, béant;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> immense, infini.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χαίνω]]. | |||
}} | }} |