Anonymous

αὐδή: Difference between revisions

From LSJ
422 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐδή''': Δωρ. αὐδά, ἡ, ἀνθρωπίνη [[φωνή]], [[λαλιά]], [[ὁμιλία]], ἀντίθετον τῷ [[ὀμφή]], μέλιτος γλυκείων ῥέεν αὐδὴ Ἰλ. Α. 249· πρβλ. [[αὐδήεις]]. 2) ὁ [[ἦχος]] ἢ ἡ κλαγὴ τῆς νευρᾶς τοῦ τόξου, πειρήσατο νευρῆς· ἡ δ’ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδὴν Ὀδ. Φ. 411· [[ὡσαύτως]] ὁ [[ἦχος]] τῆς σάλπιγγος, Εὐρ. Ρῆσ. 989· περὶ τοῦ τέττιγος Ἡσ. Ἀποσπ. 396: - ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ἐξέπεμπε τὸ [[ἄγαλμα]] τοῦ Μέμνονος, Ἐπιγραμμ. Ἑλλ. 990. 7· πρβλ. [[αὐδάω]] 1. 5. ΙΙ. [[λόγος]], [[φήμη]], ἔργων ἀΐοντες αὐδὴν Σοφ. Ο. Κ. 240, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 600, Ἱππ. 567. 2) [[χρησμός]], Εὐρ. Ι. Τ. 976. 3) αὐδά τινος, ἆσμα ἢ [[ὕμνος]] πρὸς τιμήν τινος, Πινδ. Ν. 9. 10. (Πρβλ. Σανσκρ. vad (διαλέγεσθαι), ἴδε ἐν λ. [[ἀείδω]]· - τὸ δὲ va ἢ Fa πάσχει μετάθεσιν γραμμάτων ὡς ἐν τοῖς αὔξομαι, [[αὔρα]], ἐκ τοῦ Σανσκρ. va ([[πνέω]]).)
|lstext='''αὐδή''': Δωρ. αὐδά, ἡ, ἀνθρωπίνη [[φωνή]], [[λαλιά]], [[ὁμιλία]], ἀντίθετον τῷ [[ὀμφή]], μέλιτος γλυκείων ῥέεν αὐδὴ Ἰλ. Α. 249· πρβλ. [[αὐδήεις]]. 2) ὁ [[ἦχος]] ἢ ἡ κλαγὴ τῆς νευρᾶς τοῦ τόξου, πειρήσατο νευρῆς· ἡ δ’ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδὴν Ὀδ. Φ. 411· [[ὡσαύτως]] ὁ [[ἦχος]] τῆς σάλπιγγος, Εὐρ. Ρῆσ. 989· περὶ τοῦ τέττιγος Ἡσ. Ἀποσπ. 396: - ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ἐξέπεμπε τὸ [[ἄγαλμα]] τοῦ Μέμνονος, Ἐπιγραμμ. Ἑλλ. 990. 7· πρβλ. [[αὐδάω]] 1. 5. ΙΙ. [[λόγος]], [[φήμη]], ἔργων ἀΐοντες αὐδὴν Σοφ. Ο. Κ. 240, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 600, Ἱππ. 567. 2) [[χρησμός]], Εὐρ. Ι. Τ. 976. 3) αὐδά τινος, ἆσμα ἢ [[ὕμνος]] πρὸς τιμήν τινος, Πινδ. Ν. 9. 10. (Πρβλ. Σανσκρ. vad (διαλέγεσθαι), ἴδε ἐν λ. [[ἀείδω]]· - τὸ δὲ va ἢ Fa πάσχει μετάθεσιν γραμμάτων ὡς ἐν τοῖς αὔξομαι, [[αὔρα]], ἐκ τοῦ Σανσκρ. va ([[πνέω]]).)
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />bruit :<br /><b>I.</b> voix humaine, <i>particul.</i> son de la voix ; parole ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> récit;<br /><b>2</b> bruit, rumeur;<br /><b>3</b> oracle;<br /><b>II.</b> bruit aigu <i>ou</i> sonore, <i>particul.</i><br /><b>1</b> cri;<br /><b>2</b> bruit d’une corde d’arc, d’une trompette.<br />'''Étymologie:''' R. Ὑδ résonner ; cf. [[ἀείδω]].
}}
}}