Anonymous

βαθύρριζος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰθύρριζος''': -ον, ὁ βαθέως ἐρριζωμένος, [[δρῦς]] Σοφ. Τρ. 1195· συγκρ. –ριζότερος Θεοφρ. Ι. Φ. 1. 7, 2.
|lstext='''βᾰθύρριζος''': -ον, ὁ βαθέως ἐρριζωμένος, [[δρῦς]] Σοφ. Τρ. 1195· συγκρ. –ριζότερος Θεοφρ. Ι. Φ. 1. 7, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux racines profondes.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[ῥίζα]].
}}
}}