Anonymous

βαναυσία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰναυσία''': ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ βαναύσου, [[ἤτοι]] ἁπλοῦ ἐργάτου ἐργαζομένου μηχανικὴν ἐργασίαν [[ἄνευ]] ἐνεργείας τοῦ πνεύματος, ὡς τὰ [[χειρωναξία]] καὶ [[τέχνη]], Ἡρόδ. 2.165, πρβλ. 167, κτλ. ΙΙ. ὁ [[βίος]], αἱ ἕξεις καὶ ὁ [[τρόπος]] τοῦ ἁπλοῦ ἐργάτου, [[ἀγροικία]], [[ἔλλειψις]] ἀνατροφῆς, τρόπων, αἰσθήματος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 6., 4.2, 4, πρβλ. Πολ.6.2, 7.
|lstext='''βᾰναυσία''': ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ βαναύσου, [[ἤτοι]] ἁπλοῦ ἐργάτου ἐργαζομένου μηχανικὴν ἐργασίαν [[ἄνευ]] ἐνεργείας τοῦ πνεύματος, ὡς τὰ [[χειρωναξία]] καὶ [[τέχνη]], Ἡρόδ. 2.165, πρβλ. 167, κτλ. ΙΙ. ὁ [[βίος]], αἱ ἕξεις καὶ ὁ [[τρόπος]] τοῦ ἁπλοῦ ἐργάτου, [[ἀγροικία]], [[ἔλλειψις]] ἀνατροφῆς, τρόπων, αἰσθήματος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 6., 4.2, 4, πρβλ. Πολ.6.2, 7.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />travail manuel ; habitudes d’un artisan, vulgarité.<br />'''Étymologie:''' [[βάναυσος]].
}}
}}