Anonymous

βάρβιτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βάρβῐτος''': ἡ, ἢ ὁ, μουσικὸν [[ὄργανον]] μὲ πολλὰς χορδὰς ([[πολύχορδος]] Θεόκρ. 16. 45), ὅμοιον πρὸς τὴν λύραν καὶ [[συχνάκις]] ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτῆς τῆς λύρας, πρῶτον παρ’ Ἀνακρ., ἴδε Bgk. Ἀποσπ. 113· ἀκολούθως ἐν Εὐρ. Κύκλ. 40, Ἀριστοφ. Θεσμ. 137, κτλ.· θηλ. ἐν Ἀνακρεοντ. 1. 3, ἀλλ’ ἀρσ. ἐν 9. 34· - παρὰ παλαιοτέροις ποιηταῖς τὸ γένος δὲν [[εἶναι]] ὡρισμένον. Παρὰ μεταγεν. ἔχομεν καὶ τύπον βάρβῐτον, τό, ὡς ἐν τῇ Λατιν., Διον. Ἁλ. 7. 72. Ἀθήν., κλ. (Λέξις [[ξένη]], πιθ. ἀνατολική, ὡς τὰ [[μάγαδις]], νάβλας ἢ [[νάβλα]], [[σαμβύκη]], Στράβ. 471).
|lstext='''βάρβῐτος''': ἡ, ἢ ὁ, μουσικὸν [[ὄργανον]] μὲ πολλὰς χορδὰς ([[πολύχορδος]] Θεόκρ. 16. 45), ὅμοιον πρὸς τὴν λύραν καὶ [[συχνάκις]] ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτῆς τῆς λύρας, πρῶτον παρ’ Ἀνακρ., ἴδε Bgk. Ἀποσπ. 113· ἀκολούθως ἐν Εὐρ. Κύκλ. 40, Ἀριστοφ. Θεσμ. 137, κτλ.· θηλ. ἐν Ἀνακρεοντ. 1. 3, ἀλλ’ ἀρσ. ἐν 9. 34· - παρὰ παλαιοτέροις ποιηταῖς τὸ γένος δὲν [[εἶναι]] ὡρισμένον. Παρὰ μεταγεν. ἔχομεν καὶ τύπον βάρβῐτον, τό, ὡς ἐν τῇ Λατιν., Διον. Ἁλ. 7. 72. Ἀθήν., κλ. (Λέξις [[ξένη]], πιθ. ἀνατολική, ὡς τὰ [[μάγαδις]], νάβλας ἢ [[νάβλα]], [[σαμβύκη]], Στράβ. 471).
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ <i>ou</i> ὁ)<br />barbitos, <i>instrument de musique à plusieurs cordes</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG p.ê. emprunt phrygien.
}}
}}