3,277,190
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀψεγής''': -ές, [[ἄψογος]], [[ἄμεμπτος]], Σοφ. Ἠλ. 497 (ὁ Δινδ. προτείνει ἀψεφές). Ἐπ. ἐπίρρ. ἀψεγέως, ἀψεγέως μέσσῃσιν ἐνὶ ῥέζουσιν ἀγυιαῖς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1024. | |lstext='''ἀψεγής''': -ές, [[ἄψογος]], [[ἄμεμπτος]], Σοφ. Ἠλ. 497 (ὁ Δινδ. προτείνει ἀψεφές). Ἐπ. ἐπίρρ. ἀψεγέως, ἀψεγέως μέσσῃσιν ἐνὶ ῥέζουσιν ἀγυιαῖς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1024. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />irréprochable, dont on n’a pas lieu de se plaindre.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ψέγω]]. | |||
}} | }} |