Anonymous

ἄψαυστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄψαυστος''': -ον, ὁ μὴ ψαυσθείς, Ἡρόδ. 8. 41· ὃν δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ψαύσῃ, [[ἱερός]], ὡς τὸ [[ἄθικτος]], Θουκ. 4. 97. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐγγίζων, μὴ ψαύσας, ἐπὶ τῶν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ ἀποθνησκόντων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. 2.
|lstext='''ἄψαυστος''': -ον, ὁ μὴ ψαυσθείς, Ἡρόδ. 8. 41· ὃν δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ψαύσῃ, [[ἱερός]], ὡς τὸ [[ἄθικτος]], Θουκ. 4. 97. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐγγίζων, μὴ ψαύσας, ἐπὶ τῶν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ ἀποθνησκόντων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> non touché, intact;<br /><b>2</b> qu’on ne peut toucher, sacré;<br /><b>II.</b> qui ne touche pas à, gén..<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ψαύω]].
}}
}}