Anonymous

βάλανος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βάλᾰνος''': [βᾰ], ἡ, βαλανίδιον, Λατ. glans, ὁ [[καρπὸς]] τῆς δρυὸς (πρβλ. [[ἄκυλος]]) παρεχόμενος εἰς τοὺς χοίρους, Ὀδ. Κ. 242., Ν. 409, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 21, 6· – πᾶς [[ὅμοιος]] τῇ βαλάνῳ καρπός, ὁ φοίνιξ, Ἡροδ.1. 193., Ξεν.Ἀν. 2.3,15· [[Διός]] βάλ., το γλυκὺ κάστανον, ἴδε Sprengel Διοσκ. 1. 145· ἡ μυρεψικὴ
|lstext='''βάλᾰνος''': [βᾰ], ἡ, βαλανίδιον, Λατ. glans, ὁ [[καρπὸς]] τῆς δρυὸς (πρβλ. [[ἄκυλος]]) παρεχόμενος εἰς τοὺς χοίρους, Ὀδ. Κ. 242., Ν. 409, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 21, 6· – πᾶς [[ὅμοιος]] τῇ βαλάνῳ καρπός, ὁ φοίνιξ, Ἡροδ.1. 193., Ξεν.Ἀν. 2.3,15· [[Διός]] βάλ., το γλυκὺ κάστανον, ἴδε Sprengel Διοσκ. 1. 145· ἡ μυρεψικὴ
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> gland;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> fruits <i>ou</i> objets divers en forme de gland :<br /><b>1</b> datte;<br /><b>2</b> pêne, morceau de fer pour assujettir un verrou;<br /><b>3</b> gland du pénis.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> glans.
}}
}}