3,277,242
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεόσσιον''': Ἀττ. νεόττιον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[νεοσσός]], νεοττός, νέον πτηνόν, μικρὸν [[ὀρνίθιον]] νεωστὶ ἐκκολαφθέν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 767, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 15. 2) ὁ [[κρόκος]] (πρβλ. [[λέκιθος]]), Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 40˙ - καθ’ Ἡσύχ.: «νεόττιον˙ Ἀττικοὶ τοῦ ᾠοῦ τὴν [[λέκιθον]]˙ καὶ τὸ ὑφ’ ἡμῶν νεοττός». - Περὶ τοῦ τύπου νόττιον, ἴδε [[νεοσσός]] ἐν τέλ. | |lstext='''νεόσσιον''': Ἀττ. νεόττιον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[νεοσσός]], νεοττός, νέον πτηνόν, μικρὸν [[ὀρνίθιον]] νεωστὶ ἐκκολαφθέν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 767, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 15. 2) ὁ [[κρόκος]] (πρβλ. [[λέκιθος]]), Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 40˙ - καθ’ Ἡσύχ.: «νεόττιον˙ Ἀττικοὶ τοῦ ᾠοῦ τὴν [[λέκιθον]]˙ καὶ τὸ ὑφ’ ἡμῶν νεοττός». - Περὶ τοῦ τύπου νόττιον, ἴδε [[νεοσσός]] ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit d’un oiseau;<br /><b>2</b> jaune d’œuf.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]]. | |||
}} | }} |