Anonymous

νεόσσιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόσσιον''': Ἀττ. νεόττιον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[νεοσσός]], νεοττός, νέον πτηνόν, μικρὸν [[ὀρνίθιον]] νεωστὶ ἐκκολαφθέν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 767, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 15. 2) ὁ [[κρόκος]] (πρβλ. [[λέκιθος]]), Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 40˙ - καθ’ Ἡσύχ.: «νεόττιον˙ Ἀττικοὶ τοῦ ᾠοῦ τὴν [[λέκιθον]]˙ καὶ τὸ ὑφ’ ἡμῶν νεοττός». - Περὶ τοῦ τύπου νόττιον, ἴδε [[νεοσσός]] ἐν τέλ.
|lstext='''νεόσσιον''': Ἀττ. νεόττιον, τό, ὑποκορ. τοῦ [[νεοσσός]], νεοττός, νέον πτηνόν, μικρὸν [[ὀρνίθιον]] νεωστὶ ἐκκολαφθέν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 767, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 15. 2) ὁ [[κρόκος]] (πρβλ. [[λέκιθος]]), Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 40˙ - καθ’ Ἡσύχ.: «νεόττιον˙ Ἀττικοὶ τοῦ ᾠοῦ τὴν [[λέκιθον]]˙ καὶ τὸ ὑφ’ ἡμῶν νεοττός». - Περὶ τοῦ τύπου νόττιον, ἴδε [[νεοσσός]] ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit d’un oiseau;<br /><b>2</b> jaune d’œuf.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
}}
}}