Anonymous

κυδάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῡδάνω''': ᾰ, = [[κυδαίνω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἔχω ἐν τιμῇ, τοὺς μὲν [[ὁμῶς]] μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Ἰλ. Ξ. 75. ΙΙ. = [[κυδιάω]], καυχῶμαι, [[ὑπερηφανεύομαι]], Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, [[οὕνεκα]]... Υ. 42.
|lstext='''κῡδάνω''': ᾰ, = [[κυδαίνω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἔχω ἐν τιμῇ, τοὺς μὲν [[ὁμῶς]] μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Ἰλ. Ξ. 75. ΙΙ. = [[κυδιάω]], καυχῶμαι, [[ὑπερηφανεύομαι]], Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, [[οὕνεκα]]... Υ. 42.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. poét.</i> κύδανον;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> célébrer, vanter, glorifier;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se vanter.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κυδαίνω]].
}}
}}