Anonymous

κρεουργία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρεουργία''': ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος [[κρεουργία]] Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.
|lstext='''κρεουργία''': ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος [[κρεουργία]] Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />dépècement de la chair, de la viande.<br />'''Étymologie:''' [[κρεουργός]].
}}
}}