Anonymous

περικαίω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περικαίω''': Ἀττ. -κάω, μέλλ. -[[καύσω]], [[καίω]] ὁλόγυρα, [[κατακαίω]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 8· περικαίων τὰ ἱερὰ Στράβ. 805, κτλ.· ― Παθ., φλέγομαι ὁλόγυρα, Ἡρόδ. 4. 69· μεταφορ., εἶμαι φλογισμένος, ἐξεγείρομαι, Ἀνδοκ. 20. 1· φλέγομαι ἐξ ἀγάπης [[πρός]] τινα, τινος Ἰω. Χρυσ.
|lstext='''περικαίω''': Ἀττ. -κάω, μέλλ. -[[καύσω]], [[καίω]] ὁλόγυρα, [[κατακαίω]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 8· περικαίων τὰ ἱερὰ Στράβ. 805, κτλ.· ― Παθ., φλέγομαι ὁλόγυρα, Ἡρόδ. 4. 69· μεταφορ., εἶμαι φλογισμένος, ἐξεγείρομαι, Ἀνδοκ. 20. 1· φλέγομαι ἐξ ἀγάπης [[πρός]] τινα, τινος Ἰω. Χρυσ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> περικαύσω, <i>ao.</i> περιέκηα;<br />brûler tout autour, consumer entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[καίω]].
}}
}}